- αύξηση της εντερικής απορρόφησης του ασβεστίου και του φωσφόρου από τις τροφές και
- καταστολή της έκκρισης της παραθορμόνης, μίας ορμόνης που προκαλεί οστική απορρόφηση.
Μέσω αυτών των δράσεων η βιταμίνη D διατηρεί τα επίπεδα ασβεστίου και φωσφόρου στο αίμα σε φυσιολογικά επίπεδα προάγοντας την υγεία του σκελετού μας. Τα τελευταία όμως χρόνια πλήθος επιστημονικών μελετών υπογραμμίζουν το σημαντικότατο ρόλο της βιταμίνης D στη συνολική υγεία του οργανισμού καθώς έχει καταγραφεί πως βοηθά στην καλύτερη λειτουργία του ανοσοποιητικού μας συστήματος, στον έλεγχο του σακχάρου στο αίμα αλλά και στην πρόληψη άλλων σοβαρών παθήσεων όπως διαφόρων μορφών καρκίνου, σκλήρυνσης κατά πλάκας, ψυχιατρικών νόσων, υπέρτασης καθώς και άλλων ασθενειών.
Πηγές βιταμίνης D
Όπως έχει ήδη αναφερθεί ο οργανισμός προσλαμβάνει τη βιταμίνη D κυρίως μέσω της σύνθεσης της στο δέρμα μας με την επίδραση της υπεριώδους ηλιακής ακτινοβολίας. Ο χρόνος έκθεσης στην ηλιακή ακτινοβολία που απαιτείται για τη σύνθεση των απαραίτητων ποσών βιταμίνης D εξαρτάται από την ηλικία, το χρώμα του δέρματος και από τα υποκείμενα προβλήματα υγείας.
Ο σχηματισμός βιταμίνης D ελαττώνεται με την πρόοδο της ηλικίας, ενώ άτομα με σκουρόχρωμη επιδερμίδα χρειάζονται μεγαλύτερη έκθεση στον ήλιο για να παράγουν ικανοποιητικά επίπεδα ειδικά τους χειμερινούς μήνες καθώς η μελανίνη του δέρματος δρα σαν φίλτρο κατά της υπεριώδους ακτινοβολίας. Ανασταλτικά στο σχηματισμό βιταμίνης D ασφαλώς επιδρά και η χρήση αντιηλιακών τα οποία όμως είναι απαραίτητα για την προστασία από τον καρκίνο του δέρματος. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και το γεωγραφικό πλάτος μιας περιοχής το οποίο επιδρά ανασταλτικά αν είναι μεγαλύτερο από 350 – σημειώνεται πως το γεωγραφικό πλάτος της Ελλάδας που κυμαίνεται από 340-410 δεν βοηθά στην έκθεση σε επαρκή υπεριώδη ακτινοβολία ιδίως τους χειμερινούς μήνες. Η άλλη λιγότερο σημαντική πηγή βιταμίνης D είναι η πρόσληψη μέσω των τροφών. Λίγες τροφές είναι πλούσιες σε βιταμίνη D και αυτές είναι ορισμένα «λιπαρά» ψάρια (όπως ο σολομός, το σκουμπρί, ο τόνος, ο μπακαλιάρος, η πέστροφα, οι σαρδέλες), το μουρουνέλαιο, τα αυγά και το βοδινό συκώτι. Μερικές τροφές (γάλα,χυμός πορτοκαλιού, δημητριακά) μπορούν να εμπλουτισθούν με βιταμίνη D αλλά σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Έλλειψη βιταμίνης D
Φαίνεται παράδοξο αλλά στην ηλιόλουστη χώρα μας όπως και σε άλλες Μεσογειακές χώρες τα επίπεδα βιταμίνης D σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού είναι πολύ χαμηλότερα από τα φυσιολογικά, και η ανεπάρκεια βιταμίνης D είναι συνηθέστερη από τις βορειότερες χώρες. Πρόσφατη μελέτη στον Ελληνικό πληθυσμό ανέδειξε πως μεταξύ του υγιούς Ελληνικού πληθυσμού (άτομα ηλικίας 18-65 ετών) το 57,7% έχει έλλειψη βιταμίνης D. Οι κυριότερες αιτίες που εξηγούν αυτό το φαινόμενο είναι:
- Το γεωγραφικό πλάτος της Ελλάδας δεν επιτρέπει την επαρκή σύνθεση βιταμίνης D ιδίως τους χειμερινούς μήνες.
- Στη χώρα μας, όπως και στις υπόλοιπες μεσογειακές χώρες, έχει παρατηρηθεί πως ο πληθυσμός έχει περιορίσει σημαντικότατα την έκθεση στον ήλιο, φαινόμενο που στη διεθνή βιβλιογραφία περιγράφεται ως heliophobia (ηλιοφοβία).
- Οι κάτοικοι των βορειότερων χωρών της Ευρώπης καταναλίσκουν μεγαλύτερες ποσότητες πλούσιων σε λίπος ψαριών (σολομός), ενισχύουν συχνότερα τις τροφές τους (γάλα, χυμοί) με βιταμίνη D, ενώ χρησιμοποιούν συχνότερα μαργαρίνες εμπλουτισμένες με βιταμίνη D σε αντίθεση με τους μεσογειακούς λαούς που χρησιμοποιούν κυρίως ελαιόλαδο (ορθώς) το οποίο όμως δεν περιέχει βιταμίνη D.
Από την άλλη πλευρά είναι παγκόσμιο το φαινόμενο της εργασίας και παραμονής του ατόμου σε κλειστούς χώρους όπου δεν γίνεται η απαραίτητη για τη βιταμίνη D έκθεση στο ηλιακό φως, ενώ και η μόλυνση της ατμόσφαιρας δημιουργεί ένα επιπλέον φίλτρο κατά της υπεριώδους ακτινοβολίας.
Ποιά προβλήματα υγείας μπορεί να προκαλέσει η έλλειψη βιταμίνης D;
Οι σοβαρότερες επιπλοκές της έλλειψης βιταμίνης D είναι:
- χαμηλά επίπεδα ασβεστίου (υπασβεστιαιμία) και φωσφόρου στο αίμα (υποφωσφοραιμία),
- η εγκατάσταση ραχίτιδας στα παιδιά μια πάθηση που οδηγεί σε παραμόρφωση των οστών και καθυστέρηση της ανάπτυξης,
- η ανάπτυξη οστεομαλακίας (διαταραχή της εναπόθεσης αλάτων ασβεστίου που οδηγεί σε λέπτυνση των οστών) και οστεοπόρωσης στους ενήλικες,
- αυξημένη συχνότητα πτώσεων και συνοδών καταγμάτων.
Αν και απαιτούνται περισσότερες μελέτες για να εδραιώσουν τη γνώση μας η έλλειψη βιταμίνης D έχει συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο:
- σκλήρυνσης κατά πλάκας,
- σακχαρώδη διαβήτη (τόσο τύπου 1 όσο και τύπου 2),
- διαφόρων μορφών καρκίνου (ειδικά του εντέρου),
- καρδιακής νόσου,
- ψυχιατρικών νόσων,
- αυτοάνοσων νοσημάτων.
Όσον αφορά τη συμτωματολογία της έλλειψης βιταμίνης D δεν υπάρχουν ξεκάθαρα και ειδικά ενοχλήματα ενώ αρκετοί ασθενείς είναι ασυμπτωματικοί ακόμα και σε σημαντική έλλειψη. Τα συνηθέστερα συμπτώματα που περιγράφονται είναι κόπωση, γενικευμένη μυική αδυναμία, κράμπες, πόνος στις αρθρώσεις, αδυναμία συγκέντρωσης, κεφαλαλγίες. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό πως η διάγνωση της έλλειψης βιταμίνης D και η αποκατάσταση των επιπέδων της είναι πολύ σημαντική για τη διατήρηση της υγείας του οργανισμού.
Πως γίνεται η διάγνωση της έλλειψης βιταμίνης D;
Τα επίπεδα βιταμίνης D στον οργανισμό μας μετρώνται με μια αιματολογική εξέταση που λέγεται 25-υδρόξυ βιταμίνη D ή 25 (OH) D (η οποία δυστυχώς μέχρι στιγμής δεν καλύπεται από τα ασφαλιστικά ταμεία στην Ελλάδα).
- τιμές 25 (OH) D>30 ng/ml θεωρούνται φυσιολογικές,
- τιμές 25 (OH) D 20-30 ng/ml θεωρούνται ενδεικτικές ανεπάρκειας της βιταμίνης D,
- τιμές 25 (OH) D<20 ng/ml θεωρούνται ενδεικτικές έλλειψης της βιταμίνης D.
Πως μπορούμε να προλάβουμε την έλλειψη βιταμίνης D;
Όπως έχει ήδη αναφερθεί η ποσότητα βιταμίνης D που απαιτείται για να διατηρείται η βιταμίνη D σε φυσιολογικά επίπεδα εξαρτάται από τη διατροφή κάθε ατόμου, την έκθεση στον ήλιο, το χρώμα του δέρματος και τις υποκείμενες νόσους. Η γενική σύσταση είναι οι ενήλικες να προσλαμβάνουν 800 IU (International Units) βιταμίνης D ημερησίως για τη διατήρηση φυσιολογικών επιπέδων βιταμίνης D αν και οι ηλικιωμένοι πιθανώς να χρειάζονται μεγαλύτερες δόσεις και να καταναλώνουν ψάρια δύο φορές την εβδομάδα.
Η Αμερικανική Παιδιατρική Εταιρεία συνιστά τη χορήγηση βιταμίνης D σε όλα τα βρέφη που θηλάζουν τους πρώτους έξι μήνες της ζωής, και τη χορήγηση 400 IU βιταμίνης D σε όλα τα παιδιά και εφήβους που δεν καταναλώνουν τουλάχιστον 1000 ml γάλακτος την ημέρα (καθώς τα 100 ml γάλακτος περιέχουν περίπου 40 IU βιταμίνης D).
Όσον αφορά την έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία, χωρίς να υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των ερευνητών, συνιστώνται μικρά διαλείμματα έκθεσης στον ήλιο (10-15 λεπτά) τρεις φορές την εβδομάδα χωρίς αντιηλιακή προστασία (με την εξαίρεση της περιοχής του προσώπου όπου συνιστάται πάντα η χρήση αντιηλιακού). Στο διάστημα αυτό, ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες είναι δυνατόν να παραχθεί η απαραίτητη ποσότητα βιταμίνης D.
Πως μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την έλλειψη βιταμίνης D;
Υπάρχουν διαφορετικές μορφές βιταμίνης D στα χορηγούμενα φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα ή συμπληρώματα διατροφής. Οι κυριότερες μορφές συμπληρωμάτων βιταμίνης D είναι η εργοκαλσιφερόλη (βιταμίνη D2) και η χοληκαλσιφερόλη (βιταμίνη D3). Συνιστάται η χορήγηση βιταμίνη D3 καθώς η χοληκαλσιφερόλη αποτελεί τη φυσική μορφή και έχει τη δυνατότητα να αναεβάσει τα επίπεδα της ολικής βιταμίνης D αποτελεσματικότερα. Η συνιστώμενη δόση βιταμίνης D εξαρτάται από το βαθμό ανεπάρκειας ή έλλειψης της και απαιτεί εξατομίκευση της δόσης από το θεράποντα ιατρό ο οποίος θα καθορίσει και το χρόνο επανεξέτασης των επιπέδων 25 (OH). Αξίζει να σημειωθεί πως η θεραπεία υποκατάστασης βιταμίνης D είναι πολύ ασφαλής και συνήθως δεν παρατηρούνται προβλήματα από τη χορήγηση της.
Dr Σωτήριος Κ. Μπεθάνης, MSc, PhD
Ενδοκρινολόγος - Διαβητολόγος
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Επιμελητής Κέντρου Ενδοκρινολογίας, Διαβήτη και Μεταβολισμού
Ευρωκλινικής Αθηνών
Διαβάστε και άλλα αφιερώματα εδώ