Η έρευνα περιέλαβε 1.401.175 γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, που έκαναν τσεκάπ το 2009 και παρακολουθήθηκαν έως το τέλος του 2018. Η ηλικία στην εμμηνόπαυση κατηγοριοποιήθηκε ως κάτω των 40, 40 έως 44, 45 έως 49 και 50 και πάνω.
Συλλέχτηκαν πληροφορίες για δημογραφικά στοιχεία, συμπεριφορές υγείας και αναπαραγωγικούς παράγοντες, όπως ηλικία στην εμμηνόπαυση και χρήση θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης.
Ορισμένες, 28.111 (2%) είχαν ιστορικό πρόωρης εμμηνόπαυσης.
Σε αυτές, η μέση ηλικία στην εμμηνόπαυση ήταν 36.7 χρόνια. Η μέση ηλικία των γυναικών κατά την εγγραφή στην έρευνα ήταν 60 και 61,5 ετών (με ή χωρίς πρόωρη εμμηνόπαυση αντίστοιχα).
Παρακολουθήθηκαν για 9,1 χρόνια κατά μέσον όρο και φάνηκε ότι 42.699 (3,0%) εμφάνισαν καρδιακή ανεπάρκεια και 44.834 (3.2%) κολπική μαρμαρυγή.
Η ανάλυση της σχέσης μεταξύ πρόωρης εμμηνόπαυσης και εμφάνισης καρδιακής ανεπάρκειας και κολπικής μαρμαρυγής έδειξε ότι γυναίκες με πρόωρη εμμηνόπαυση είχαν 33% υψηλότερο κίνδυνο για καρδιακή ανεπάρκεια και 9% υψηλότερο για κολπική μαρμαρυγή.
Η ανάλυση της σχέσης μεταξύ της ηλικίας έναρξης της εμμηνόπαυσης και της εμφάνισης των δυο παθήσεων, έδειξε ότι ο κίνδυνος καρδιακής ανεπάρκειας αύξανε καθώς η ηλικία έναρξης της εμμηνόπαυσης μειωνόταν.
Σε σύγκριση με γυναίκες 50 ετών και άνω στην εμμηνόπαυση, οι ηλικίες 45 έως 49, 40 έως 44, και κάτω των 40 στην εμμηνόπαυση είχαν 11%, 23%, και 39% μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρδιακής ανεπάρκειας αντίστοιχα.
Ο κίνδυνος κολπικής μαρμαρυγής αυξανόταν καθώς η ηλικία έναρξης της εμμηνόπαυσης μειωνόταν, με 4%, 10%, και 11% υψηλότερο κίνδυνο για τις ηλικίες 45 έως 49, 40 έως 44, και κάτω των 40 στην εμμηνόπαυση αντίστοιχα, σε σύγκριση με γυναίκες ηλικίας 50 ετών και άνω στην εμμηνόπαυση.