Παρά τα αυτονόητα συμπεράσματα για την αξία του, δυστυχώς μόνο το 10% του πληθυσμού πληροί τις προϋποθέσεις της, σύμφωνα με μια νέα, πολυετή μελέτη.
Πιο συγκεκριμένα, επιστήμονες από το γαλλικό Εθνικό Ιδρυμα Υγείας & Ιατρικής Ερευνας (INSERM), στο Παρίσι, παρουσίασαν στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας (ESC Congress 2022) μελέτη που έδειξε ότι ο καλός, ποιοτικός ύπνος είναι ζωτικής σημασίας για την καρδιαγγειακή υγεία.
Απαραίτητη προϋπόθεση είναι όμως, σύμφωνα πάντα με τους ειδικούς, να πληροί πέντε συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Αλλωστε, σειρά μελετών έχει εξετάσει τη συσχέτιση του ύπνου με τα εγκεφαλικά και την καρδιοπάθεια, αναλύοντας τα οφέλη της καλής αυτής συνήθειας.
Μία σημαντική διαφορά όμως είναι ότι οι προγενέστερες μελέτες εστίαζαν σε συγκεκριμένες παραμέτρους που αξιολογούσαν εάν ο ύπνος είναι ποιοτικός, όπως είναι για παράδειγμα η διάρκειά του μέσα στη νύχτα.
Στη νέα εντούτοις μελέτη οι ερευνητές έδωσαν στους εθελοντές τους μια βαθμολογία αναλόγως με το αν και κατά πόσον πληρούσαν καθεμία από τις προϋποθέσεις που όρισαν, αναζητώντας περισσότερες απαντήσεις και ενδελεχείς λεπτομέρειες των συνηθειών τους.
Επιπλέον, κατέγραψαν τυχόν τροποποιήσεις σε αυτές τις προϋποθέσεις με την πάροδο του χρόνου και συνεπακόλουθα τις αντίστοιχες αλλαγές στη συχνότητα των εγκεφαλικών και της καρδιοπάθειας.
Για τη διεξαγωγή της έρευνας, δήλωσαν συμμετοχή συνολικά 7.200 υγιείς άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι κατά την έναρξή της είχαν ηλικία 50-75 ετών. Επιπλέον, όλοι οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε κλινική εξέταση ενώ τρεις φορές κλήθηκαν να συμπληρώσουν ερωτηματολόγια για την υγεία και τον τρόπο ζωής τους.
Οι πέντε κανόνες
Μεταξύ των ερωτημάτων που απάντησαν, ορισμένα εστίαζαν στις πέντε προϋποθέσεις του καλού ύπνου. Καθεμία από αυτές βαθμολογήθηκε με 1 όταν οι εθελοντές πληρούσαν τα κριτήρια και με 0 αν δεν τα πληρούσαν.
Ετσι, η συνολική βαθμολογία του ύπνου των εθελοντών κυμαινόταν από 0 έως 5. Εκείνοι που πήραν τον καλύτερο βαθμό διαπιστώθηκε πως έκαναν τον ιδανικό ύπνο και ήταν αυτός που:
- Είχε διάρκεια 7-8 ώρες κάθε βράδυ.
- Διαταρασσόταν σπανίως έως ποτέ από αϋπνία.
- Δεν συνοδευόταν από υπνηλία στη διάρκεια της ημέρας.
- Δεν διακοπτόταν από υπνική άπνοια.
- Επέτρεπε στο άτομο να ξυπνά νωρίς κάθε πρωί.
Όπως όμως διαπίστωσαν οι ερευνητές, μόλις ένας στους δέκα εθελοντές βαθμολογήθηκε με 5. Αντιθέτως, 8% βαθμολογήθηκαν με 0 και οι υπόλοιποι με τους ενδιάμεσους βαθμούς, διότι πληρούσαν μερικές από τις προϋποθέσεις.
Η μελέτη διήρκεσε 10 έτη, κατά τη διάρκεια των οποίων οι ερευνητές παρακολουθούσαν ανά διετία τους εθελοντές τους, καταγράφοντας μεταξύ άλλων τα καρδιαγγειακά επεισόδια που υπέστησαν. Στο τέλος των πρώτων 8 ετών, 274 από τους εθελοντές είχαν διαγνωστεί με καρδιοπάθεια ή εγκεφαλικά. Οι ειδικοί, αφού συνυπολόγισαν όλους τους άλλους πιθανούς παράγοντες κινδύνου (π.χ. το κάπνισμα), κατέληξαν στο συμπέρασμα πως με κάθε 1 βαθμό στην κλίμακα του ύπνου ο κίνδυνος καρδιαγγειακού προβλήματος μειωνόταν κατά 22%. Ειδικά στους εθελοντές που είχαν βαθμολογία 5 η μείωση του κινδύνου έφτανε το 75%.
Οι ερευνητές εντούτοις έκαναν ένα βήμα επιπλέον, εκτιμώντας τι σημαίνουν τα ποσοστά αυτά σε απόλυτους αριθμούς. Τι διαπίστωσαν; Αν όλοι οι εθελοντές τους βίωναν κάθε νύχτα τον τέλειο ύπνο, θα αποτρεπόταν κάθε χρόνο το 72% των νέων καρδιοπαθειών και άλλα τόσα εγκεφαλικά.
Από τα ίδια αποτελέσματα όμως προκύπτει πως η ποιότητα του ύπνου δεν είναι σταθερή στον χρόνο. Την επόμενη διετία, το 48% των εθελοντών άλλαξε συνήθειες ύπνου. Μάλιστα, για το 23% των περιπτώσεων βελτιώθηκαν και για το 25% επιδεινώθηκαν.
Ετσι και αναλύοντας τα δεδομένα της επόμενης φάσης διαπίστωσαν ότι με κάθε αύξηση της βαθμολογίας του ύπνου κατά 1 βαθμό μειωνόταν κατά 7% ο κίνδυνος εγκεφαλικού και καρδιοπάθειας.
«Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν τη σημασία που έχει ο ύπνος για τη διαφύλαξη της υγείας. Καρδιοπάθεια και εγκεφαλικά αποτελούν τις κύριες αιτίες νοσηρότητας και θνησιμότητας στον κόσμο. Δυστυχώς, τεράστιο ποσοστό του πληθυσμού αντιμετωπίζει δυσκολίες στον ύπνο και αυτό σαφέστατα υπονομεύει την καρδιαγγειακή υγεία» δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Dr. Aboubakari Nambiema.