Μάλιστα, σε αυτές τις περιπτώσεις οι άνθρωποι προτιμούν να τροφές που θεωρούν ανθυγιεινές, παχυντικές ή απαγορευμένες. Πρόκειται για μία διαταραχή που είναι τρεις φορές πιο συχνή από τη νευρική ανορεξία και βουλιμία, χωρίς ωστόσο να παρουσιάζει τα εμφανή χαρακτηριστικά σημάδια μιας διατροφικής διαταραχής.
Προηγούμενες μελέτες είχαν φανερώσει ότι η συγκεκριμένη διαταραχή θα μπορούσε να θεωρηθεί παροδική, αλλά μια πιο προσεκτική ματιά δείχνει ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι.
Η πρώτη συγγραφέας της μελέτης Kristin Javaras, βοηθός ψυχολόγος στο Τμήμα Ψυχικής Υγείας Γυναικών στο Νοσοκομείο McLean στη Βοστώνη, η οποία, από την εμπειρία της, θεωρεί ότι δεν πρόκειται για παροδική διαταραχή αναφέρει ότι «Το καλό είναι ότι η διαταραχή επεισοδιακής υπερφαγίας βελτιώνεται με τον καιρό, αλλά για πολλούς ανθρώπους διαρκεί χρόνια».
Σύμφωνα με την ομάδα της Javaras, οι προηγούμενες μελέτες που αφορούσαν τη διαταραχή επεισοδιακής υπερφαγίας ήταν είτε αναδρομικές, που σημαίνει ότι συχνά βασίζονταν στο τι θυμόταν κάθε συμμετέχων, είτε πολύ μικρές (με λιγότερο από 50 άτομα) ή δεν περιλάμβαναν άτομα που έπασχαν από σοβαρή παχυσαρκία.
Στη νέα μελέτη, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Psychological Medicine, η ομάδα της παρακολούθησε επί πέντε χρόνια την έκβαση 137 ενηλίκων που είχαν διαγνωστεί με τη συγκεκριμένη διαταραχή. Οι ηλικίες των ατόμων κυμαίνονταν από 19 έως 74 ετών και ο μέσος Δείκτης Μάζας Σώματος ήταν 36 (το όριο για την παχυσαρκία είναι ΔΜΣ 30).
Οι συμμετέχοντες ζούσαν ανεξάρτητα στις κοινότητές τους και δεν συμμετείχαν σε προγράμματα θεραπείας, αντανακλώντας καλύτερα την εμπειρία του «πραγματικού κόσμου» με τις διαταραχές υπερφαγίας.
Στα 2,5 χρόνια, το 61% των ατόμων εξακολουθούσε να πληροί όλα τα κριτήρια της διαταραχής, ενώ ένα 23% επιπλέον συνέχιζε να παρουσιάζει «κλινικά σημαντικά συμπτώματα», παρ’ όλο που δεν πληρούσε πλέον όλα τα κριτήρια της διάγνωσης, ανέφεραν οι ερευνητές.
Στην πενταετία, οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες εξακολουθούσαν να πληρούν τα κριτήρια της διαταραχής, αν και ορισμένοι είχαν παρουσιάσει βελτίωση.
Ακόμη και από αυτούς που βρίσκονταν σε ύφεση 2,5 χρόνια μετά την έναρξη της μελέτης, ένα 35% συνέχιζε να πληροί όλα τα κριτήρια της διαταραχής στην πενταετία. Οι περισσότεροι, πέντε χρόνια μετά την έναρξη της μελέτης, είχαν ακόμα επεισόδια υπερφαγίας, αν και πολλοί είχαν βελτιωθεί, διαπίστωσαν οι επιστήμονες.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τα άτομα μπορεί να βιώσουν έντονα συναισθήματα ντροπής, ενοχής και αγωνίας σχετικά με τις διατροφικές τους συνήθειες, που μπορεί να επηρεάσουν σημαντικά τη σωματική και συναισθηματική τους υγεία.