Αυτό υποστηρίζει μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Journal of the American Medical Association. Ερευνητές της Ιατρικής Σχολής Keck του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνια, με επικεφαλής τον καθηγητή Ανταμ Λεβενθαλ, εστίασαν σε ένα δείγμα σχεδόν 2.600 μαθητών Γυμνασίου που δεν είχαν διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) στην αρχή της μελέτης.
Οι επιστήμονες ρώτησαν τους εφήβους πόσο συχνά εμπλέκονταν σε 14 διαφορετικές ψηφιακές δραστηριότητες, όπως η ανταλλαγή sms, η online αναζήτηση, η θέαση βίντεο και η συμμετοχή σε δίκτυα όπως το Facebook και το Twitter.Κάθε έξι μήνες για δύο χρόνια, οι μαθητές απαντούσαν και σε ερωτηματολόγιο για συμπτώματα ΔΕΠΥ που μπορεί να είναι τους προηγούμενους έξι μήνες.
Μόλις 500 ήταν αυτοί που δήλωσαν ότι δεν είχαν κάνει πρόσφατα συχνή χρήση κάποιας ψηφιακής πλατφόρμας, δηλαδή όχι πάνω μια ή δύο φορές την ημέρα. Μεταξύ αυτών το 4,6% είχε αναφέρει συμπτώματα ΔΕΠΥ.
Στα παιδιά που είχαν αναφέρει τουλάχιστον επτά ψηφιακές δραστηριότητες πολλές φορές την ημέρα, το 9,5-10,5% ανέφερε νέα συμπτώματα ΔΕΠΥ, όπως παρορμητικότητα ή απροσεξία.
Για κάθε δραστηριότητα που πρόσθετε το παιδί στην ημέρα του αναφορικά με την ψηφιακή τεχνολογία, οι πιθανότητες εκδήλωσης συμπτωμάτων ΔΕΠΥ αυξανόταν κατά 10%.
Οι ερευνητές δεν προσπάθησαν να διαγνώσουν κλινικά την ΔΕΠΥ, απλά επικεντρώθηκαν στα συμπτώματα και αυτό μπορεί να σημαίνει ότι η συμπτωματολογία μπορεί να αντανακλά και άλλα προβλήματα, όπως η ανεπάρκεια ύπνου λόγω υπερβολικής ενασχόλησης με το κινητό τηλέφωνο.
«Η μελέτη δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι τα ψηφιακά μέσα είναι ένοχα. Είναι πολλοί οι παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την πιθανότητα εμφάνισης συμπτωμάτων ΔΕΠΥ», εξηγεί η συγγραφέας της μελέτης Τζεννι Ραντεσκι, επίκουρη καθηγήτρια Παιδιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν.
Στην διεξαγωγή των τελικών συμπερασμάτων, οι ειδικοί συνεκτίμησαν και ά΄λλους παράγοντες
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι επιστήμονες συνυπολόγισαν και άλλους παράγοντες, όπως το οικογενειακό εισόδημα, τυχόν καταθλιπτικά συμπτώματα στα παιδιά, αν κάπνιζαν ή έκαναν χρήση ναρκωτικών και αλκοόλ.Αλλά και πάλι δεν εξέτασαν την επιρροή των γονιών στα παιδιά. Οι έφηβοι που δεν ήταν «κολλημένοι» στα κινητά τηλέφωνά τους είχαν γονείς που είτε ενθάρρυναν άλλες δραστηριότητες οι οποίες προήγαγαν την πνευματική τους ανάπτυξη, είτε οριοθετούσαν τα παιδιά.
Ο Δρ Λεβενθαλ με τη σειρά του εξηγεί ότι «είναι πιθανόν όταν τα παιδιά δέχονται διαρκώς ερεθίσματα μέσω των κινητών τους να εκδηλώνουν προβλήματα που να σχετίζονται με την επίδειξη υπομονής ή να διασπάται η προσοχή τους. Και όταν πια πρέπει να συγκεντρωθούν σε ένα σκοπό, να δυσκολεύονται τελικά να εστιάσουν την προσοχή τους».