Από την άλλη, είναι γνωστός ο σημαντικός ρόλος των ορμονών στην εμφάνιση και ανάπτυξη του καρκίνου του μαστού, του οποίου τα ποσοστά εμφανίζονται δραματικά αυξημένα τα τελευταία χρόνια. Τα παραπάνω γεννούν το εύλογο ερώτημα στην επιστημονική κοινότητα εάν οι θεραπείες γονιμότητας σχετίζονται με την αύξηση του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου του μαστού και ως εκ τούτου αποτελούν αντικείμενο εκτεταμένης έρευνας σε πλήθος μελετών.
Δεδομένα μετα-ανάλυσης μελέτης κοορτής που διεξήχθη στην Αυστραλία και δημοσιεύτηκαν το 2012, δεν έδειξαν σαφή συσχέτιση του καρκίνου του μαστού με την ορμονική θεραπεία της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε σε γυναίκες με προβλήματα γονιμότητας ηλικίας 20-44 ετών. Από τις 21.025 γυναίκες με προβλήματα γονιμότητας οι 7.381 έλαβαν θεραπεία (ποσοστό 35%) ενώ οι 13.644 (65%) δεν έλαβαν. Ο καρκίνους του μαστού στις 2 ομάδες παρουσιάστηκε σε ποσοστό 2% και 1,8% αντίστοιχα, ενώ δεν υπήρξε συσχέτιση της νόσου με τον αριθμό των κύκλων. Παράλληλα, παρουσιάστηκαν αυξημένα ποσοστά εμφάνισης του συγκεκριμένου τύπου καρκίνου σε γυναίκες που υποβλήθηκαν σε θεραπεία σε μικρή ηλικία.
Νεότερα, άκρως καθησυχαστικά αποτελέσματα παρουσιάζει μία μεγάλη έρευνα Ολλανδών ερευνητών, η οποία εξετάζει τη μακροχρόνια επίδραση της εξωσωματικής γονιμοποίησης στον καρκίνο του μαστού. Η έρευνα δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 2016 στην επιστημονική επιθεώρηση The Journal of the American Medical Association (JAMA).Οι ερευνητές του Netherlands Cancer Institute στο Άμστερνταμ, παρακολούθησαν περισσότερες από 25.000 γυναίκες που υποβλήθηκαν σε θεραπείες γονιμότητας ανάμεσα στο 1980 και το 1995. Οι γυναίκες χωρίστηκαν σε 2 ομάδες. 19.158 γυναίκες υποβλήθηκαν σε εξωσωματική γονιμοποίηση και 5.950 σε άλλες, ηπιότερες θεραπείες γονιμότητας που απαιτούσαν πολύ χαμηλότερη δόση ορμονών. Οι γυναίκες είχαν μέση ηλικία 33 ετών όταν άρχισε η μελέτη και έκαναν 3-4 κύκλους εξωσωματικής. Το βασικό χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης έρευνας που την έκανε να ξεχωρίσει από προηγούμενες αντίστοιχες μελέτες ήταν η μακροχρόνια περίοδος παρακολούθησης των γυναικών, η οποία έφτασε τα 21 χρόνια.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι πιθανότητες εκδήλωσης καρκίνου του μαστού μεταξύ των δύο ομάδων ήταν παρόμοιες (3% για την πρώτη ομάδα των γυναικών με εξωσωματική και 2,9% για τη δεύτερη ομάδα), χωρίς να σχετίζονται με το είδος του φαρμάκου που λάμβανε η κάθε γυναίκα. Επιπλέον, η έρευνα έδειξε ότι γυναίκες που είχαν επτά ή περισσότερους κύκλους εξωσωματικής γονιμοποίησης εμφάνισαν πολύ χαμηλότερο κίνδυνο για καρκίνο του μαστού από αυτές που υποβλήθηκαν σε μόνο έναν ή δύο κύκλους θεραπείας.
Σε παρόμοια συμπεράσματα κατέληξε άλλη πρόσφατη μελέτη κοορτής που διεξήχθη στη Σουηδία και δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 2017 στην έγκριτη επιστημονική επιθεώρηση Fertility and Sterility. Στη μελέτη συμμετείχαν 1.340.211 γυναίκες εκ των οποίων 38.047 υποβλήθηκαν σε τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Κατά τη διάρκεια της περιόδου παρακολούθησης, σε 13.414 γυναίκες διαγνώστηκε καρκίνος του μαστού, εκ των οποίων 262 είχαν υποβληθεί σε τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Αυτά τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι η διέγερση των ωοθηκών δεν αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού.Αντίστοιχα, μεγάλη μετα-ανάλυση 8 μελετών από τους Sergentanis et al. το 2014 δεν βρήκε καμία σχέση μεταξύ της εξωσωματικής γονιμοποίησης και του κινδύνου καρκίνου του μαστού σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό.
Τα συμπεράσματα που προκύπτουν είναι ιδιαίτερα καθησυχαστικά για τις γυναίκες που υποβάλλονται σε μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, δεδομένου ότι ο αριθμός τους αυξάνεται συνεχώς. Παρόλα αυτά, απαιτείται ενίσχυση των συμπερασμάτων με περαιτέρω μελέτες μακροχρόνιας παρακολούθησης. Επιπλέον, εκτεταμένη έρευνα θα συσχετίσει τα ποσοστά εκδήλωσης της νόσου μετά από εξωσωματική σε συνδυασμό με την κληρονομική προδιάθεση, την ηλικία της γυναίκας κατά τη διάρκεια της θεραπείας καθώς και τον αριθμό των κύκλων και τη δόση των χορηγούμενων φαρμάκων.
Τι γίνεται όμως με τις περιπτώσεις που η γυναίκα επιθυμεί εγκυμοσύνη μετά από θεραπεία του καρκίνου του μαστού; Είναι δεδομένη η τοξικότητα αντικαρκινικών θεραπειών καθώς και η αρνητική τους επίδραση στη γονιμότητα, εφόσον μειώνουν την παραγωγή ωαρίων και προκαλούν πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια. Η σύγχρονη βιβλιογραφία σε ότι αφορά την ασφάλεια της εγκυμοσύνης και του θηλασμού μετά την αντικαρκινική θεραπεία είναι άκρως ενθαρρυντική. Ιδανικά, προτείνεται η γυναίκα να ξεκινήσει προσπάθειες εγκυμοσύνης με μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής 2-3 χρόνια μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας. Παράλληλα, η κρυοκατάψυξη εμβρύων ή ωοθηκικού ιστού αποτελούν την βέλτιστη προσέγγιση για την αντιμετώπιση της προκαλούμενης από τη θεραπεία υπογονιμότητας (Fertility and Sterility, 2013).
Βέβαια, δεδομένου ότι η πρόληψη και η έγκαιρη διάγνωση υπερτερούν οποιασδήποτε θεραπείας, σε όλες τις γυναίκες άνω των 30 ετών πρέπει να γίνεται μαστογραφικός έλεγχος πριν ξεκινήσουν διαδικασίες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Οι γυναίκες με υψηλό κίνδυνο για εμφάνιση καρκίνου του μαστού, όπως αυτές με οικογενειακό ιστορικό ή με εμφάνιση καρκίνου σε νεαρή ηλικία θα πρέπει να είναι περισσότερο προσεκτικές σε ότι αφορά την εξωσωματική γονιμοποίηση και τις δόσεις των ορμονών.
Ευχαριστούμε τον Μαιευτήρα - Γυναικολόγο Κελλάρη Δ. Βασίλειο, περισσότερες πληροφορίες θα βρείτε στο www.vasiliskellaris.gr