Ο βελονισμός έγινε γνωστός στην Ευρώπη και στην Αμερική μετά το 1700 μΧ από ταξιδιώτες στην Κίνα. Άρχισε να χρησιμοποιείται στο Δυτικό κόσμο σαν ιατρική μέθοδος μετά από 300 χρόνια, μετά το ταξίδι του Νίξον στην Κίνα το 1971. Στην αρχή υπήρξε ενθουσιασμός για αρκετά χρόνια, κόντρα στην ανησυχία και στις επιφυλάξεις ιατρικών επιστημονικών εταιριών που σύστηναν προσοχή και μελέτη πριν να υιοθετηθούν τέτοιες ιατρικές πρακτικές (Αμερικανική εταιρία Αναισθησιολόγων, 1973).
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν έγιναν πολλές μελέτες και κλινικές δοκιμές για τα αποτελέσματα του βελονισμού. Το 2000 ήταν πλέον μια καθιερωμένη ιατρική πράξη στην Ευρώπη και στην Αμερική, ειδικά για τη θεραπεία του πόνου, και είχαν αναπτυχθεί οι πρώτες θεωρίες για τους πιθανούς μηχανισμούς δράσης (πχ gate control theory, έκκριση ορμονών και άλλων νευροδιαβιβαστών αλλά και ενεργοποίηση του φαινομένου placebo).
Το 2003, η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας εξέδωσε έκθεση για τον βελονισμό και τα οφέλη του στη θεραπεία διαφόρων παθήσεων, μεταξύ άλλων και σχετιζόμενων με το καρδιαγγειακό σύστημα παραγόντων κινδύνου. Τόνιζε βέβαια ότι πρέπει να διενεργείται παράλληλα με τις σύγχρονες ιατρικές θεραπείες και μόνο από καλά εκπαιδευμένους γιατρούς, με γνώσεις στην σύγχρονη ιατρική. Η αξιοπιστία όμως της έκθεσης αυτής αμφισβητήθηκε από αρκετούς, διότι η συγγραφή της έγινε από τον Διευθυντή του Κέντρου Παραδοσιακής Ιατρικής στο Πεκίνο (που δεν ήταν αρκετά αντικειμενικός), και έλαβε υπόψη της και μελέτες χαμηλής ποιότητας.
Μελετώντας σήμερα αξιόπιστες βάσεις δεδομένων ιατρικών κλινικών δοκιμών, οι οποίες κρίνουν αυστηρά τις ιατρικές μελέτες (πχ βάση δεδομένων Cochrane), φαίνεται οτι ο βελονισμός έχει κάποιο όφελος στις παθήσεις που σχετίζονται με το καρδιαγγειακό σύστημα αλλά τα δεδομένα που υπάρχουν προς το παρόν δεν αρκούν για να υποστηρίξουν τη χρήση του. Συγκεκριμένα: στην υπέρταση ο βελονισμός φαίνεται να έχει, ανάλογα με τις μελέτες, από μηδενικό έως μικρό όφελος, το οποίο διαρκεί μόνο για όσο διαρκούν οι συνεδρίες του βελονισμού και εξαφανίζεται όταν αυτές σταματήσουν. Στη στηθάγχη φάνηκε να έχει ένα μικρό προσθετικό όφελος στην συντηρητική θεραπεία, αλλά συνολικά οι μελέτες δεν δείχνουν καθαρά αποτελέσματα. Το ίδιο για τααγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια. Οι μελέτες που έγιναν για τη διακοπή καπνίσματος δείχνουν επίσης αντιφατικά αποτελέσματα και οι περισσότερες εμφανίζουν μεθοδολογικά προβλήματα, ώστε δεν μπορούν να ληφθούν σοβαρά υπόψη. Τέλος, ως προς την καταπολέμηση της παχυσαρκίας (η οποία μακροχρόνια συνδέεται άμεσα με την εμφάνιση καρδιακής νόσου), ο βελονισμός φαίνεται να ωφελεί την συμμόρφωση στη δίαιτα, αλλά και πάλι οι σχετικές μελέτες δεν είναι αρκετά ισχυρές ώστε να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα. Είναι λοιπόν απαραίτητο για να αξιολογηθεί οριστικά η δράση του βελονισμού στο καρδιαγγειακό σύστημα να γίνουν καλύτερες και πιο ισχυρές μελέτες. Με δεδομένες όμως τις δυσκολίες που εμφανίζει αφενός η χρηματοδότηση τέτοιων μελετών και αφετέρου ο σχεδιασμός και η υλοποίησή τους, είναι αμφίβολο αν θα τις δούμε να γίνονται στο άμεσο μέλλον.
Θα πρέπει τέλος να τονισθεί ότι, σε αντίθεση με τις παθήσεις του μυοσκελετικού όπου ο βελονισμός έχει αποδεδειγμένο κλινικό όφελος, το όφελος του βελονισμού στις καρδιακές παθήσεις είναι ούτως ή άλλως μικρό σε σχέση με τις πολύ εξελιγμένες θεραπείες που ήδη η σύγχρονη ιατρική έχει στη διάθεσή της. Με αυτό το δεδομένο και υπολογίζοντας το ακριβό κόστος της μεθόδου λόγω των συχνών ιατρικών επισκέψεων που απαιτούνται και τη μικρή διάρκεια των αποτελεσμάτων, δεν θα μπορούσε να προταθεί ως θεραπεία εκλογής για αυτά τα νοσήματα, παρά μόνο για τους ασθενείς που είναι στην αρχή της νόσου και αρνούνται κατηγορηματικά την φαρμακευτική θεραπεία.
Ιωάννα Αρσενοπούλου, MD, MSc
www.arsenopoulou.gr
Διαβάστε επίσης στο health4you
Ακούμε κλασική μουσική…για το καλό μας!
Το έμφραγμα είναι πιο επικίνδυνο για τις γυναίκες;