Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι καταρχήν μία υγρή πλευρίτις δεν είναι ένα ασήμαντο γεγονός. Απαιτεί παρακολούθηση, εξετάσεις και αν επιμένει ή αν επιδεινώνεται τότε κάποιο νόσημα κρύβεται στον οργανισμό.
Η πρώτη προσέγγιση σε μια πλευρίτιδα είναι ή λόγω πόνου στην αναπνοή στον θώρακα ή λόγω δύσπνοιας. Η διάγνωση γίνεται με απλή ακτινογραφία θώρακος που πάντα πρέπει να ακολουθείται από αξονική τομογραφία θώρακος. Έτσι έχουμε τις πρώτες πληροφορίες για την κατάσταση του ασθενούς.
Αν η υγρή πλευρίτις είναι αμφοτερόπλευρη, τότε μπορεί να είναι ένα σύμπτωμα ενός συστηματικού νοσήματος (καρδιακή ανεπάρκεια, νεφρική ανεπάρκεια, ηπατική νόσος, ρευματικά νοσήματα, ίωση). Σε αυτήν την περίπτωση, είτε στο ιστορικό του ασθενούς υπάρχει γνωστό νόσημα εκ των ανωτέρω που αναφέρθηκαν, οπότε απαιτείται διόρθωση της θεραπείας, είτε κάτι νέο έχει εμφανιστεί, π.χ. μια γενικευμένη ίωση μπορεί να κάνει πλευρίτιδα και περικαρδίτιδα, επειδή έχει επηρεάσει τις μεμβράνες που περικλείουν την καρδιά και τους πνεύμονες. Άλλο παράδειγμα είναι ένα νόσημα ρευματικό π.χ. ρευματοειδής αρθρίτιδα, ερυθηματώδης λύκος, οπότε η πλευρίτις συνοδεύεται και από ειδικά συμπτώματα (αρθραλγίες σε όλες τις αρθρώσεις, εξάνθημα κλπ).
Συμβουλευτικά, λοιπόν, αμφοτερόπλευρη πλευρίτις θέλει άμεση επίσκεψη στον οικογενειακό γιατρό και τις περισσότερες φορές είναι εύκολα αντιμετωπίσιμη και ίσως η εμφάνισή της είναι σωτήρια απαλλαγή από ένα νόσημα που υποβόσκει. Η υγρή πλευρίτις στον ένα πνεύμονα είναι εντελώς διαφορετική υπόθεση και καταρχήν θέλει προσέγγιση του ιστορικού του ασθενούς διότι μπορεί να οφείλεται είτε σε ένα χτύπημα ή πτώση και άρα επιπόλαιο τραυματισμό ή και σε κατάγματα των πλευρών είτε σε πρόσφατο κρυολόγημα ή πνευμονία που μπορεί να θεραπεύτηκε αλλά όχι τελείως. Στην πρώτη περίπτωση, αυτή του τραυματισμού, η συνηθέστερη αιτιολογία της πλευρίτιδας είναι ο τραυματισμός μεσοπλεύριας αρτηρίας, επομένως το υγρό που συγκεντρώθηκε περιέχει αίμα και απαιτεί άμεση εκκένωση ώστε να ξαναφουσκώσει ο πνεύμονας και να σταματήσει η μικροαιμορραγία.
Ένας άλλος λόγος άμεσης εκκένωσης είναι οι συμφύσεις που προκαλεί το αίμα και οι θρόμβοι. Αυτές αν μείνουν 15 ημέρες προκαλούν μικρά κλειστά διαμερίσματα με υγρό και το άδειασμα τους είναι πλέον αδύνατον. Σε αυτήν την περίπτωση χειρουργείο για αποκατάσταση.
Στο ατελώς θεραπευμένο κρυολόγημα ή πνευμονία, ο κίνδυνος είναι το υγρό στους πνεύμονες να γίνει πύον και αμέσως μετά ο ασθενής να έχει μόνιμο υψηλό πυρετό και κίνδυνο σηψαιμίας. Και σε αυτήν την περίπτωση, η ταχεία εκκένωση προλαβαίνει τραγικές καταστάσεις.
Μια άλλη μεγάλη ομάδα ασθενών με μονόπλευρη υγρή πλευρίτιδα είναι οι ασθενείς με καρκίνο. Υγρό στον πνεύμονα κάνει τόσο ο πρωτοπαθής καρκίνος όσο και ο μεταστατικός. Αυτές οι συλλογές είναι συνήθως μεγάλες και γίνονται αντιληπτές από την δύσπνοια. Τις περισσότερες φορές ο καρκίνος του πνεύμονος ή μετάσταση από άλλο καρκίνο στον πνεύμονα δεν φαίνεται ούτε στην αξονική διότι καλύπτεται από το υγρό. Σε αυτές τις περιπτώσεις, με υποψία κακοήθειας, γίνεται αρχικώς παρακέντηση και κυτταρολογική εξέταση του υγρού. Αν είναι κακοήθεια, τότε περνάμε σε εκκένωση και πλευροδεσία, δηλαδή μια ειδική τεχνική που την εφαρμόζουμε για να μην υποτροπιάσει η κακοήθης πλευριτική συλλογή. Γίνεται με έγχυση στον θώρακα μιας ουσίας που δημιουργεί συμφύσεις ώστε να «κολλήσει» ο πνεύμονας στο τοίχωμα του θώρακος. Η πλευροδεσία επιτυγχάνεται όταν η ημερήσια παραγωγή υγρού είναι κάτω των 100 ml το 24ωρο.
Διευκρινίζω ότι όταν μιλάμε για εκκένωση δεν εννοούμε παρακέντηση. Η παρακέντηση είναι μόνο για μικρές συλλογές και μόνο για εξέταση του υγρού. Η παρακέντηση ποτέ δεν αδειάζει το ημιθωράκιο. Ωστόσο, ανακουφίζει μια δύσπνοια. Η σωστή και απόλυτα αποτελεσματική εκκένωση είναι η τοποθέτηση λεπτού σωλήνα παροχέτευσης θώρακος (bilau) που γίνεται με τοπική νάρκωση ακόμα και στο κρεβάτι.
Η πράξη αυτή είναι απλή για έναν θωρακοχειρουργό αλλά πολύ δύσκολη για τους άλλους ιατρούς. Το σωληνάκι αυτό μπορεί να αδειάσει 100% το ημιθωράκιο, να ανακουφίσει τον ασθενή, να φουσκώσει ο πνεύμονας φυσιολογικά, να φανεί η οποιαδήποτε νόσος κρύβεται πίσω από το υγρό και μέσω αυτού να γίνει η έγχυση του φαρμάκου της πλευροδεσίας.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι μια αμφοτερόπλευρη πλευρίτις είναι μάλλον υπόθεση του οικογενειακού ιατρού, ενώ μια μονόπλευρη πλευρίτις θέλει συνεργασία πνευμονολόγου και θωρακοχειρουργού.
Ευχαριστούμε πολύ τον Αγγειοχειρουργό-Θωρακοχειρουργό , κ.Κώστα Μαρκόπουλο. Για περισσότερες πληροφορίες, επισκεφθείτε την ιστοσελίδα www.drmarkopoulos.gr