Σε μελέτη με εκατοντάδες ασθενείς που είχαν αναταχθεί, διαπίστωσαν ότι τον πρώτο χρόνο από την ανακοπή υπήρχε αύξηση κατά 50% στη συνταγογράφηση αντικαταθλιπτικών φαρμάκων στις γυναίκες. Ωστόσο δεν παρατηρήθηκε ανάλογη τάση στους άνδρες.
Μετά την πάροδο πέντε ετών, οι συνταγογραφήσεις αντικαταθλιπτικών ήταν αυξημένες κατά 20% στις γυναίκες.
«Αν και χρειαζόμαστε περισσότερες έρευνες για να βρούμε τις ακριβείς αιτίες της διαφοράς, η εκτίμησή μας είναι πως οι γυναίκες δεν υποστηρίζονται επαρκώς μετά την ανακοπή», ανέφερε η επικεφαλής ερευνήτρια Dr. Robin Smits, από το Τμήμα Δημοσίας Υγείας του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ.
Η νέα μελέτη δημοσιεύθηκε στην ιατρική επιθεώρηση Circulation: Cardiovascular Quality and Outcomes. Διεξήχθη σε 259 γυναίκες και 996 άνδρες, που είχαν πάθει ανακοπή καρδιάς την περίοδο 2009-2015. Όλοι τους είχαν υποστεί το καρδιακό επεισόδιο στην κοινότητα (δηλαδή εκτός νοσοκομείων).
Η μέση ηλικία των γυναικών ήταν τα 51 έτη και των ανδρών τα 54 έτη. Οι επιστήμονες παρακολούθησαν την πορεία της υγείας τους έως και πέντε χρόνια μετά το καρδιακό επεισόδιο.
Τι φανέρωσε η μελέτη;
Όπως διαπίστωσαν, μετά την ανακοπή μειώθηκε κατ’ αρχάς αισθητά το ποσοστό όσων ήταν εργαζόμενοι. Στις γυναίκες ήταν 72,8% και μειώθηκε σε 53,4%. Στους άνδρες από σχεδόν 81% πριν την ανακοπή, έφτασε στο 63,7%.
Οι γυναίκες, όμως, είχαν επιπροσθέτως σχεδόν εξαπλάσιες πιθανότητες να χρειασθούν αγχολυτική ή αντικαταθλιπτική αγωγή μετά το επεισόδιο. Οι πιθανότητες αυτές ήταν εξίσου αυξημένες και στον έναν χρόνο από το επεισόδιο και στα πέντε.
Η Dr. Smits επεσήμανε: «Η μελέτη μας κατέδειξε σημαντική μείωση στα ποσοστά εργασίας και, κατ’ επέκτασιν στο εισόδημα».
Η ίδια ερευνητική ομάδα σε προγενέστερη μελέτη της είχε διαπιστώσει ότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ των φύλων και στην επιβίωση. Στην πραγματικότητα, οι γυναίκες ζουν περισσότερα χρόνια μετά την ανακοπή απ’ όσα οι άνδρες.
Τα ευρήματα των δύο μελετών σε συνδυασμό μεταξύ τους υποδηλώνουν ότι «η καρδιακή ανακοπή έχει διαφορετικές συνέπειες αναλόγως με το φύλο. Μολονότι οι γυναίκες είναι πιθανότερο να το ξεπεράσουν και να ζήσουν περισσότερα χρόνια, διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να εκδηλώσουν προβλήματα ψυχικής υγείας μετά από αυτό», συμπλήρωσε η ερευνήτρια.
Η αναγνώριση και η αντιμετώπιση αυτού του κινδύνου είναι πολύ σημαντική για την ολοκληρωμένη φροντίδα και την αποτελεσματική αποκατάσταση των γυναικών ασθενών.