Πιο συγκεκριμένα, οι Καναδοί ειδικοί που υπογράφουν την έρευνα υποστηρίζουν πως οι γυναίκες που συστηματικά εργάζονται 45 ή και περισσότερες ώρες την εβδομάδα έχουν υψηλότερο κίνδυνο εκδήλωσης διαβήτη τύπου 2, από εκείνες που εργάζονται 35-40 ώρες.Ο λόγος που συμβαίνει αυτό δεν είναι ακόμα σαφής αν και οι ερευνητές εικάζουν πως το αποτέλεσμα αυτό έχει σχέση με το γεγονός ότι η υπερεργασία δεν αφορά μόνο στον επαγγελματικό τομέα αλλά και στα καθήκοντα ως προς την οικογένεια, με αποτέλεσμα να εμπλέκονται σε πολλά περισσότερα πράγματα από τους άνδρες.
Παχυσαρκία και καθιστική ζωή θεωρούνται μείζονες παράγοντες κινδύνου για την εκδήλωση διαβήτη τύπου 2, ο οποίος με τη σειρά του προδιαθέτει σε εμφάνιση άλλων χρόνιων παθήσεων, όπως η καρδιακή νόσος και το εγκεφαλικό επεισόδιο.
Στη παρούσα μελέτη επιστημονική ομάδα από το Ινστιτούτο Εργασίας και Υγείας του Τορόντο, με επικεφαλής τον Δρ Πήτερ Σμιθ, ανέλυσε στοιχεία για πάνω από 7.000 ενήλικες από το Οντάριο που είχαν τεθεί υπό ιατρική παρακολούθηση για 12 χρόνια. Όλοι ήταν μεταξύ 35 και 74 ετών.
Κατά τη διάρκεια της μελέτης ένας στους δέκα εκδήλωσε διαβήτη.Συνεκτιμώντας παράγοντες, όπως η ηλικία, το φύλο, η οικογενειακή κατάσταση, οι απόγονοι, η εθνικότητα, η κατοικία, ο τρόπος ζωής, το σωματικό βάρος, το κάπνισμα και οι χρόνιες παθήσεις, οι ερευνητές έδωσαν έμφαση και στο επάγγελμα, ειδικότερα την εργασία σε βάρδιες, τον αριθμό των ωρών εργασίας ανά έτος και αν η δουλειά ήταν καθιστική ή όχι.
Δεν προέκυψε στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ των ωρών εργασίας και του διαβήτη τύπου 2 στους άνδρες. Αλλά στις γυναίκες, όσες εργάζονταν 35 ή περισσότερες ώρες την εβδομάδα είχαν τουλάχιστον 50% αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης διαβήτη.Οι επιστήμονες εικάζουν ότι το παρατεταμένο εργασιακό ωράριο ενδεχομένως να προκαλεί φλεγμονώδη αντίδραση που με τη σειρά της οδηγεί σε ορμονική ανισορροπία και αντίσταση ινσουλίνης και έτσι στην εκδήλωση διαβήτη.