Το τεστ, που μετρά το επίπεδο μιας ορμόνης ανάπτυξης του πλακούντα (PIGF) στο αίμα της εγκύου, κάνει διάγνωση της προεκλαμψίας κατά μέσο όρο δύο μέρες νωρίτερα σε σχέση με ό,τι σήμερα συμβαίνει, κάτι που βελτιώνει σημαντικά την πρόγνωση για τις γυναίκες, χωρίς να προκαλεί προβλήματα υγείας στο μωρό τους.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια μαιευτικής Λούσι Τσάπελ του Βασιλικού Κολλεγίου (King's) του Λονδίνου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό "The Lancet", μελέτησαν 1.035 έγκυες γυναίκες με πιθανή προεκλαμψία, οι οποίες χωρίσθηκαν σε δύο ομάδες, εκ των οποίων η μία έκανε το τεστ PGIF και η άλλη όχι.
Διαπιστώθηκε ότι σε όσες γυναίκες είχε γίνει το νέο τεστ αίματος, ο μέσος χρόνος διάγνωσης της προεκλαμψίας μειώθηκε από περίπου τέσσερις σε σχεδόν δύο μέρες, ενώ και το ποσοστό γυναικών με σοβαρές επιπλοκές πριν τον τοκετό (εκλαμψία, εγκεφαλικό, θάνατος μητέρας κ.α.) έπεσε από το 5% στο 4%. Το τεστ δεν επέφερε αλλαγές στην πιθανότητα επιπλοκών για το μωρό, ούτε την πιθανότητα να γεννηθεί πρόωρα ή να εισαχθεί αμέσως σε μονάδα εντατικής νοσηλείας νεογνών.
«Εδώ και 100 χρόνια κάνουμε διάγνωση της προεκλαμψίας μέσω μέτρησης της αρτηριακής πίεσης και ελέγχου μια πρωτεΐνης στα ούρα της εγκύου, που είναι όμως μέθοδοι με όχι μεγάλη ακρίβεια και συχνά αρκετά υποκειμενικές. Η νέα μέτρηση της PPGF είναι ένας ακριβής τρόπος ανίχνευσης της προεκλαμψίας και πλέον ξέρουμε ότι θα βοηθήσει τους γιατρούς να φροντίσουν καλύτερα τις γυναίκες με αυτή τη διαταραχή», δήλωσε η δρ Τσάπελ.
Το Εθνικό Σύστημα Υγείας της Βρετανίας προτίθεται να κάνει ευρύτερη χρήση του τεστ στο μέλλον. Η προεκλαμψία είναι ύποπτη σε περίπου μία στις δέκα κυήσεις. Αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, μπορεί να οδηγήσει σε βλάβες ζωτικών οργάνων της εγκύου και να αποβεί μοιραία για την ίδια και για το παιδί της.
Παγκοσμίως περίπου 100 γυναίκες πεθαίνουν κάθε μέρα εξαιτίας της προεκλαμψίας.