Οι γιατροί συνταγογραφούν κάποιες φορές αντιβιοτικά για να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση του βήχα, νέα μελέτη δείχνει όμως ότι τα φάρμακα δεν βοηθούν στη μείωση της σοβαρότητας ή της διάρκειας του βήχα, ακόμη και αν η αιτία είναι μια βακτηριακή λοίμωξη.
Οι λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού που προκαλούν βήχα μπορούν να γίνουν επικίνδυνες, με το 3% έως 5% των ασθενών να αναπτύσσουν πνευμονία, δήλωσε ο επικεφαλής της μελέτης Δρ. Dan Merenstein, καθηγητής οικογενειακής ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Georgetown, στην Ουάσιγκτον.
«Επειδή δεν κάνουν όμως όλοι ακτινογραφία κατά την αρχική επίσκεψη σε γιατρό, κάποιο κλινικοί γιατροί εξακολουθούν να χορηγούν αντιβιοτικά χωρίς να υπάρχουν άλλες ενδείξεις βακτηριακής λοίμωξης», δήλωσε ο Merenstein.
Για να δουν αν τα αντιβιοτικά προκαλούν κάποια διαφορά, οι ερευνητές παρακολούθησαν τη χρήση τους σε άτομα που παρουσιάζουν λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού.
Περίπου στο 29% των ασθενών συνταγογραφήθηκε αντιβιοτικό κατά τη διάρκεια της αρχικής ιατρικής επίσκεψης, αλλά τα φάρμακα δεν είχαν καμία επίδραση στο βήχα τους σε σύγκριση με εκείνους που δεν έλαβαν συνταγή.
Χρειάστηκε επίσης το ίδιο χρονικό διάστημα, περίπου 17 ημέρες, για να ξεπεράσουν τη λοίμωξη, είτε έλαβαν αντιβιοτικό, είτε όχι.
Η υπερβολική χρήση των αντιβιοτικών αυξάνει τον κίνδυνο τα επικίνδυνα βακτήρια να γίνουν ανθεκτικά στα φάρμακα.
«Οι γιατροί γνωρίζουν, αλλά πιθανώς υπερεκτιμούν, το ποσοστό των λοιμώξεων του κατώτερου αναπνευστικού, οι οποίες είναι βακτηριακές», δήλωσε ο ερευνητής Δρ. Mark Ebell, καθηγητής στο Κολέγιο Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου της Τζόρτζια.
«Πιθανώς υπερεκτιμούν και την ικανότητά τους να διακρίνουν τις ιογενείς από τις βακτηριακές λοιμώξεις».
Η μελέτη υπογραμμίζει την ανάγκη για περισσότερη έρευνα σχετικά με τον βήχα, δήλωσε ο Merenstein.
«Γνωρίζουμε ότι ο βήχας μπορεί να αποτελεί ένδειξη ενός σοβαρού προβλήματος. Ο σοβαρός βήχας και η σωστή αντιμετώπισή του, πρέπει να μελετηθούν περισσότερο, ίσως σε μια τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή, καθώς η μελέτη αυτή ήταν μελέτη παρατήρησης και δεν έχουν γίνει τυχαιοποιημένες δοκιμές γι' αυτό το θέμα από το 2012», πρόσθεσε ο Merenstein.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιθεώρηση Journal of General Internal Medicine.