Το επιστημονικό αυτό πόρισμα δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο PLoS Medicine και υπογράφεται από ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου του Μπερμινγκχαμ.
Ο αντίκτυπος του Συνδρόμου Πολυκυστικών Ωοθηκών στον γυναικείο οργανισμό
Όσες γυναίκες πάσχουν από το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, συνήθως έχουν ακανόνιστη εμμηνορρυσία, μειωμένη γονιμότητα, ανδρικού τύπου τριχοφυΐα και ακμή. Έχει παρατηρηθεί πως σε πολλές γυναίκες, που πάσχουν από το σύνδρομο, είναι υψηλότερα τα επίπεδα ανδρογόνων ενώ συχνά αντιμετωπίζουν και προβλήματα με το βάρος τους.
Όσον αφορά τη μη αλκοολική λιπώδης ηπατική νόσο, πρόκειται για πάθηση που προσβάλλει άτομα που πίνουν ελάχιστο ή καθόλου αλκοόλ και είναι κύρια αιτία νοσηρότητας του ήπατος, παγκοσμίως. Τα βασικά συμπτώματά της είναι η αποθήκευση μεγάλης ποσότητας λίπους στα ηπατικά κύτταρα, χωρίς να είναι γνωστό γιατί συμβαίνει αυτό. Υπάρχει πάντως μια σύνδεση με την παχυσαρκία.
Η ερευνητική ομάδα ανακάλυψε ότι οι γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών είναι δύο έως τρεις φορές πιθανότερο να εκδηλώσουν μη αλκοολική λιπώδης ηπατοπάθεια, συγκριτικά με γυναίκες χωρίς το εν λόγω σύνδρομο. Και το βασικότερο, η έρευνα έδειξε ότι οι γυναίκες με πολυκυστικές ωοθήκες και υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης διέτρεχαν κίνδυνο μη αλκοολικής λιπώδους ηπατοπάθειας ανεξαρτήτως σωματικού βάρους.
Η έρευνα
Τα πορίσματα αυτά προήλθαν από τη μελέτη-τη μεγαλύτερη έως σήμερα- στοιχείων επί του θέματος από τα ιατρικά αρχεία 63.000 γυναικών με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών και 120.000 γυναικών όμοιας ηλικίας, σωματικού βάρους χωρίς την πάθηση. Επίσης, αντλήθηκαν δεδομένα από δύο δείγματα μελετών με γυναίκες πάσχουσες από το σύνδρομο και άλλες που είχαν υψηλή τεστοστερόνη.
«Παρατηρήσαμε διπλάσια αύξηση του κινδύνου λιπώδους ηπατοπάθειας στις γυναίκες με πολυκυστικές ωοθήκες και περίσσεια ανδρικών ορμονών. Μελετώντας συγκεκριμένα τα επίπεδα της τεστοστερόνης, διαπιστώσαμε ότι τα υψηλά επίπεδα της αύξαναν σημαντικά τον κίνδυνο λιπώδους ηπατοπάθειας ακόμα κι αν οι γυναίκες είχαν φυσιολογικό σωματικό βάρος», εξηγεί ο Δρ Κρις Νιρανθαρακουμαρ.