Οι πιο ηλικιωμένοι που έλαβαν μια τέταρτη δόση του εμβολίου BNT162b2 είχαν 3 φορές λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσουν σοβαρή νόσο COVID-19 συγκριτικά με όσους έλαβαν 3 δόσεις. Παρόλο που η προστασία έναντι στη σοβαρή νόσο δε φάνηκε να μειώνεται κατά το μελετούμενο χρονικό διάστημα, η προστασία έναντι στην επιβεβαιωμένη λοίμωξη COVID-19 φάνηκε βραχυπρόθεσμη.
Η συγκεκριμένη μελέτη που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση The New England Journal of Medicine συμπεριέλαβε περισσότερα από 1.25 εκατομμύρια άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω. Όλοι είχαν εμβολιαστεί με την τρίτη δόση του εμβολίου τουλάχιστον 4 μήνες πριν την ολοκλήρωση της μελέτης. Μεταξύ των ατόμων που έλαβαν την 4η δόση του εμβολίου τουλάχιστον 8 ημέρες νωρίτερα, η συχνότητα σοβαρής COVID-19 ήταν 1,5 ανά 100.000 ανθρωπο-ημέρες.
Αντίστοιχα, η συχνότητα σοβαρής COVID-19 ήταν 3,9 άτομα ανά 100.000 ανθρωπο-ημέρες μεταξύ όσων είχαν λάβει μόνο 3 δόσεις εμβολίου. Λαμβάνοντας υπόψη δημογραφικούς παράγοντες και διαφορές ως προς τον κίνδυνο έκθεσης στον ιό μεταξύ των συμμετεχόντων, η συχνότητα της σοβαρής COVID-19 κατά τη διάρκεια της τέταρτης εβδομάδας μετά την τέταρτη δόση ήταν 3,5 φορές μικρότερη συγκριτικά με όσους είχαν λάβει 3 δόσεις εμβολίου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η προστασία έναντι της σοβαρή νόσου παρέμεινε για τουλάχιστον 6 εβδομάδες μετά την τέταρτη δόση. Αναφορικά με τις επιβεβαιωμένες λοιμώξεις COVID-19, η συχνότητα ήταν 177 ανά 100.000 ανθρωπο-ημέρες στις 4 εβδομάδες μετά την τέταρτη δόση, το οποίο ήταν 2 φορές μικρότερη συγκριτικά με όσους είχαν λάβει 3 δόσεις εμβολίου. Ωστόσο, η προστασία έναντι συμπτωματικής λοίμωξης έφθινε με την πάροδο του χρόνου.
Συμπερασματικά, οι 4 δόσεις εμβολίου έναντι του SARS-CoV-2 προσφέρουν ισχυρότερη προστασία έναντι της βαριάς νόσου COVID-19 συγκριτικά με τις 3 δόσεις, γεγονός που την καθιστά ιδιαίτερα σημαντικά για τους ανθρώπους που έχουν συννοσηρότητες και έχουν αυξημένο κίνδυνο σοβαρής COVID-19.