Πώς κληρονομείται η κυστική ίνωση;
Για να εμφανίσει ένα άτομο κυστική ίνωση θα πρέπει να φέρει ένα ζεύγος μεταλλαγμένων γονιδίων. Στην περίπτωση που το άτομο φέρει μόνο ένα μεταλλαγμένο γονίδιο, τότε ονομάζεται «φορέας» κυστικής ίνωσης. Για το λόγο αυτό, οι μέλλοντες γονείς, οι οποίοι δεν είναι δυνατό να γνωρίζουν εάν είναι φορείς, πρέπει να υποβάλλονται σε πλήρη έλεγχο του υπεύθυνου γονιδίου (CFTR) πριν ή κατά τη διάρκεια των πρώτων εβδομάδων της κύησης.
Το γονίδιο CFTR είναι υπεύθυνο για την παραγωγή μιας πρωτεΐνης (CFTR – Cystic Fibrosis Transmembrane Regulator), η οποία έχει ρυθμιστικό ρόλο στη διαμεμβρανική αγωγιμότητα των ηλεκτρολυτών. Η απουσία της λειτουργικής πρωτεΐνης CFTR στην κυτταρική μεμβράνη των επιθηλιακών κυττάρων έχει σαν αποτέλεσμα την παραγωγή ιδρώτα με υψηλή περιεκτικότητα σε νάτριο και χλώριο (που συνδέεται με κίνδυνο υπονατριαιμικής αφυδάτωσης) και την αυξημένη γλοιότητα των εκκρίσεων των εξωκρινών αδένων. Όσον αφορά στο αναπνευστικό σύστημα, οι εκκρίσεις αποξηραίνονται, δημιουργούνται βύσματα βλέννης στους βρόγχους που οδηγούν σε στάση, απόφραξη και αναπνευστικές λοιμώξεις.
Αξίζει να σημειωθεί ότι έχουν περιγραφεί περισσότερες από 2000 διαφορετικές μεταλλάξεις στο γονίδιο CFTR που μπορεί να οδηγήσουν στην εμφάνιση συμπτωμάτων. Η συχνότητα και το είδος των μεταλλάξεων έχουν σαφή πληθυσμιακή και γεωγραφική κατανομή. Για παράδειγμα, στις περισσότερες χώρες της Βόρειας Ευρώπης ανιχνεύεται κυρίως μια μετάλλαξη, η p.F508del, σε ποσοστά που αγγίζουν το 70-80%, ενώ στις Νοτιοευρωπαϊκές χώρες το αντίστοιχο ποσοστό κυμαίνεται στο 30-54%. Ειδικότερα στην Ελλάδα, έχουν ανιχνευθεί περισσότερες από 180 μεταλλάξεις υπεύθυνες για το νόσημα.
Σε ποιες περιπτώσεις ζευγαριών έχει ένδειξη ο προγεννητικός έλεγχος για κυστική ίνωση;
Ο έλεγχος για την κυστική ίνωση συστήνεται σε όλα τα ζευγάρια, πριν ή κατά τη διάρκεια των πρώτων σταδίων της εγκυμοσύνης, λόγω της αυξημένης συχνότητας των φορέων. Ιδιαίτερα δε, σε συντρόφους φορέων και ασθενών, σε εγκυμοσύνες στις οποίες το έμβρυο παρουσιάζει υπερηχογένεια εντέρου, σε άνδρες με στειρότητα λόγω απουσίας του σπερματικού πόρου, αποφρακτική αζωοσπερμία και ολιγοσπερμία καθώς και σε ζευγάρια που πρόκειται να αρχίσουν διαδικασία εξωσωματικής γονιμοποίησης (IVF).
Πιο συγκεκριμένα, ο προγεννητικός έλεγχος για τη συγκεκριμένη νόσο κρίνεται απαραίτητος καθώς όταν και οι δύο γονείς είναι φορείς, έχουν πιθανότητα 25% να αποκτήσουν παιδί που να έχει κληρονομήσει και τα δύο μη-λειτουργικά γονίδια, με αποτέλεσμα να εμφανίζει την νόσο. Το ποσοστό ισχύει σε κάθε εγκυμοσύνη, ανεξαρτήτως του φύλου του παιδιού.
Όταν ο ένας γονέας είναι φορέας γονιδίου με μετάλλαξη μπορεί να μεταβιβάσει είτε το φυσιολογικό (50% πιθανότητα), είτε το μεταλλαγμένο γονίδιο (50% πιθανότητα) στο παιδί του με τυχαίο τρόπο.
Εάν ο ένας γονέας νοσεί και ο άλλος δεν είναι φορέας, τότε όλα τα παιδιά θα είναι φορείς. Όταν ο ένας γονέας είναι φορέας και ο άλλος αρνητικός για το σύνολο των μεταλλάξεων, η πιθανότητα να αποκτήσουν παιδί που πάσχει ανέρχεται στο 1/2300 (0.04%).
Διάγνωση κυστικής ίνωσης
Η διάγνωση για την κυστική ίνωση πραγματοποιείται με 3 τρόπους:
α) με εξέταση ιδρώτα
Αν ο γιατρός υποψιάζεται ότι ένα άτομο πάσχει από κυστική ίνωση συστήνει να πραγματοποιηθεί μία εξέταση ιδρώτα. Με την εξέταση αυτή μετριέται η ποσότητα του άλατος στον ιδρώτα του δέρματος, καθώς οι ασθενείς με ινοκυστική νόσο εμφανίζουν πολύ υψηλά επίπεδα άλατος στον ιδρώτα τους.
β) με γενετική εξέταση
Με τη μοριακή γενετική εξέταση που πραγματοποιείται στο περιφερικό αίμα του ασθενούς εντοπίζονται οι μεταλλάξεις που προκαλούν τη νόσο. Ο μοριακός έλεγχος ολόκληρου του γονιδίου, συμπεριλαμβανομένων των ελλειμμάτων και διπλασιασμών, εντοπίζει το σύνολο περίπου των μεταλλάξεων στο γονίδιο.
Το εργαστήριο Genesis Genoma Lab παρέχει 3 δυνατότητες ελέγχου του υπεύθυνου γονιδίου CFTR:
– Έλεγχος της συχνότερης μετάλλαξης στον ελληνικό πληθυσμό, ΔF508
– Έλεγχος του 80% των συχνότερων μεταλλάξεων του γονιδίου στον ελληνικό πληθυσμό
– Έλεγχος όλου του γονιδίου με αλληλούχιση επόμενης γενιάς (next-generation sequencing)
γ) με έλεγχο νεογέννητου
Ο έλεγχος αυτός προσφέρεται σήμερα σε πολλά ιδιωτικά μαιευτήρια της χώρας μας. Ο γιατρός λαμβάνει δείγμα με ένα μικρό τσίμπημα από τη φτέρνα του μωρού, περίπου την έκτη ημέρα μετά την γέννησή του, προκειμένου να εντοπίσει μια χημική ουσία, που ονομάζεται immunoreactive trypsinogen, η οποία έχει διαπιστωθεί πως είναι υψηλή σε βρέφη με κυστική ίνωση. Σε περίπτωση που βρεθεί υψηλή, τότε γίνεται εξέταση ιδρώτα και γενετική εξέταση για να επιβεβαιωθεί η διάγνωση. Ο εν λόγω έλεγχος κρίνεται εξαιρετικά σημαντικός, διότι όσο νωρίτερα γίνει η διάγνωση, τόσο πιο γρήγορα θα ξεκινήσει η θεραπεία, που βελτιώνει σημαντικά τις προοπτικές εξέλιξης της νόσου.
Εξελίξεις στη θεραπεία της κυστικής ίνωσης
Τα τελευταία χρόνια η πρόγνωση της νόσου είναι πολύ καλύτερη συγκριτικά με το παρελθόν, χάρη σε νεότερες και αποτελεσματικές θεραπείες που βελτιώνουν σημαντικά την ποιότητα ζωής των ασθενών, αυξάνοντας παράλληλα, το προσδόκιμο ζωής. Οι ασθενείς μπορούν να απευθύνονται στα εξειδικευμένα κέντρα ινοκυστικής νόσου που λειτουργούν στη χώρα μας, ενώ οι γονείς μπορούν να συμβουλεύονται τους παιδιάτρους τους για όλα τα νεότερα δεδομένα αναφορικά με την αντιμετώπιση της νόσου.
Παρ’όλα αυτά, καθώς ακόμη δεν μπορούμε να μιλάμε για ίαση της νόσου, η πρόληψη συνιστά το καλύτερο μέτρο αντιμετώπισης της κυστικής ίνωσης. Κι εδώ ακριβώς έγκειται η αξία του προγεννητικού ελέγχου.
Ένα σημείο που θα πρέπει να τονίσουμε είναι ότι οι εξετάσεις που καλύπτονται από τον ΕΟΠΥΥ αφορούν στον μοριακό έλεγχο για τη συχνότερη μετάλλαξη, την p.F508del, η οποία αφορά το 53-54% των μεταλλάξεων του γονιδίου CFTR που παρατηρούνται στον ελληνικό πληθυσμό. Συνεπώς, η εξέταση αυτή από μόνη της δεν αποκλείει την ύπαρξη άλλων μεταλλάξεων που μπορεί να οδηγήσουν σε ΚΙ. Οι γονείς λοιπόν, δεν θα πρέπει να εφησυχάζουν λαμβάνοντας ένα αρνητικό αποτέλεσμα για την εν λόγω μετάλλαξη, αλλά ενθαρρύνονται να προβαίνουν σε πλήρη γενετικό έλεγχο όλων των κωδικών περιοχών του γονιδίου CFTR.
Eυχαριστούμε θερμά για τις επιστημονικές πληροφορίες τον κ. Εμμανουήλ Καναβάκη, ΜD, Ομότιμο Καθηγητή Παιδιατρικής – Ιατρικής Γενετικής, ΕΚΠΑ, τον κ. Λέανδρο Λάζαρο, PhD, Μοριακό Γενετιστή – Κλινικό Εμβρυολόγο και την κ. Δανάη Παλαιολόγου, MSc, PhD, Μοριακό Βιολόγο – Γενετίστρια