Κρούσματα της λοίμωξης από τον ιό του Δυτικού Νείλου εμφανίζονται σε πολλές χώρες παγκοσμίως, όπως και σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες, σε ετήσια βάση, συνήθως κατά τους καλοκαιρινούς και φθινοπωρινούς μήνες. Από το 2010 και μετά, εμφανίζονται κρούσματα σχεδόν κάθε χρόνο και στη χώρα μας, και -ως εκ τούτου- θεωρείται αναμενόμενη η επανεμφάνιση περιστατικών σε κάθε περίοδο μετάδοσης. Τον Μάιο 2024, ο ΕΟΔΥ ενημέρωσε τους επαγγελματίες υγείας πανελλαδικά για την ανάγκη εγρήγορσής τους για τη νόσο και εξέδωσε σχετικό Δελτίο Τύπου για την ενημέρωση του κοινού, με συστάσεις για λήψη μέτρων προφύλαξης από τα κουνούπια.
Όπως προβλεπόταν (Δελτίο Τύπου ΕΟΔΥ, 14/05/2024), εξαιτίας των ήπιων θερμοκρασιών του Χειμώνα, καταγράφηκε σχετικά πρώιμη έναρξη της περιόδου μετάδοσης του ιού σε ανθρώπους, με την εμφάνιση του πρώτου κρούσματος κατά το τελευταίο δεκαήμερο του Ιουνίου. Ως εκ τούτου, ο ΕΟΔΥ προειδοποιεί ότι ενδέχεται να είναι έντονη η κυκλοφορία του ιού κατά την τρέχουσα περίοδο, και συστήνει να λαμβάνετε επιμελώς μέτρα προφύλαξης από τα κουνούπια.
Καθώς η επιδημιολογία του ιού καθορίζεται από πολλούς παράγοντες, οι περιοχές εμφάνισης κρουσμάτων δεν μπορούν να προβλεφθούν με ασφάλεια. Ως εκ τούτου, o ΕΟΔΥ συστήνει να τηρείτε τα ατομικά μέτρα προστασίας από τα κουνούπια σε όλη την επικράτεια, καθ’ όλη την περίοδο κυκλοφορίας των κουνουπιών:
Χρησιμοποιείτε εγκεκριμένα εντομοαπωθητικά σώματος και χώρου (σύμφωνα με τις οδηγίες χρήσης), σήτες, κουνουπιέρες, κλιματιστικά/ ανεμιστήρες, κατάλληλα (μακριά) ρούχα.
Μην αφήνετε στάσιμα νερά πουθενά (έτσι, βοηθάτε ουσιαστικά στον περιορισμό των εστιών αναπαραγωγής των κουνουπιών στους ιδιωτικούς χώρους).
Άτομα μεγαλύτερης ηλικίας και άτομα με χρόνια υποκείμενα νοσήματα πρέπει να παίρνουν τα μέτρα τους με ιδιαίτερη συνέπεια.
Ο ιός του Δυτικού Νείλου μεταδίδεται κυρίως με το τσίμπημα μολυσμένων «κοινών» κουνουπιών, τα οποία μολύνονται από μολυσμένα (κυρίως άγρια) πτηνά. Οι άνθρωποι που μολύνονται δε μεταδίδουν περαιτέρω τον ιό σε άλλα κουνούπια ή σε άλλους ανθρώπους (με άμεση επαφή).
Στην πλειονότητά τους, τα άτομα που μολύνονται δεν αρρωσταίνουν καθόλου ή παρουσιάζουν μόνο ήπια συμπτώματα, ενώ σε ένα μικρό ποσοστό (μικρότερο από 1% όσων μολύνονται) εμφανίζουν σοβαρή νόσο που προσβάλλει το νευρικό σύστημα (κυρίως εγκεφαλίτιδα ή μηνιγγίτιδα). Άτομα μεγαλύτερης ηλικίας (άνω των 50 ετών), καθώς και άτομα με ανοσοκαταστολή και χρόνια υποκείμενα νοσήματα, κινδυνεύουν περισσότερο να αρρωστήσουν σοβαρά.