Στην τελική ευθεία για τα φαρμακεία φαίνεται ότι βρίσκεται το ανδρικό αντισυλληπτικό χάπι, αφού οι ερευνητές κατάφεραν να ξεπεράσουν τα εμπόδια που καθυστερούσαν την ανάπτυξή του.
Σύμφωνα με την εφημερίδα Guardian, οι αρχικές δοκιμές έδειξαν ότι η ταμπλέτα, που πρέπει να λαμβάνεται μια φορά την ημέρα, είναι ασφαλής και αποτελεσματική.
Το «ταξίδι» της ανάπτυξης ενός ανδρικού αντισυλληπτικού χαπιού ξεκίνησε πριν από αρκετά χρόνια αλλά οι προσπάθειες των ερευνητών να αναπτύξουν μια λειτουργική και ασφαλή φόρμουλα δεν βρέθηκαν ποτέ άλλοτε τόσο κοντά στην ευόδωσή τους. Όσο για το αγοραστικό κοινό, εκτιμάται ότι θα είναι μεγάλο αφού η πλειοψηφία των ανδρών δηλώνει σε έρευνες ότι θα προτιμούσε το χάπι ως μέθοδο αναστρέψιμης αντισύλληψης, συγκριτικά με τις ενέσεις ή τα τζελ.
Το νέο χάπι είναι γνωστό με τα αρχικά της χημικής του ένωσης DMAU (dimethandrolone undecanoate) και, όπως τα περισσότερα γυναικεία αντισυλληπτικά περιέχει έναν συνδυασμό από ορμόνες - ένα ανδρογόνο όπως η τεστοστερόνη και μια προγεστίνη.
«Το DMAU αποτελεί ένα μεγάλο βήμα προόδου στην ανάπτυξη ενός ανδρικού χαπιού που θα λαμβάνεται ημερησίως» δηλώνει η Στέφανι Πέιτζ, καθηγήτριας ιατρικής στο Πανεπιστήμιου της Ουάσινγκτον, που συμμετέχει στη μελέτη. Όπως εξηγεί, η ομάδα της κατάφερε να ξεπεράσει πολλά σημαντικά προβλήματα που προκαλούσαν κατά το δοκιμαστικό στάδιο παλαιότερες εκδοχές του χαπιού, όπως την τάση της τεστοστερόνης να προκαλεί ερεθισμό στο συκώτι. Επίσης, επειδή η παλαιότερη φόρμουλα των χαπιών επέτρεπε την γρήγορη απόρριψή τους από το ανδρικό σώμα, οι άνδρες θα έπρεπε να λαμβάνουν το χάπι δύο φορές την ημέρα. Και αυτό το πρόβλημα έχει όμως λυθεί με την προσθήκη ενδεκανοϊκής τεστοστερόνης, η οποία καθυστερεί την απόρριψη της ορμόνης από το σώμα. Έτσι η λήψη του χαπιού μία φορά ημερησίως θα είναι πλέον αρκετή.
Αν και είναι ακόμα νωρίς να μιλάμε για ευρεία διάθεση στο κοινό, οι ερευνητές πιστεύουν ότι τα αποτελέσματα από τις δοκιμές σε 100 άνδρες για διάρκεια ενός μήνα είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά. Από τους 100 εθελοντές που συμμετείχαν στις δοκιμές, ηλικίας από 18 έως 50 ετών, κανείς δεν εμφάνισε ερεθισμό στο συκώτι, όπως παλαιότερα, αν και σημειώθηκε μια μικρή αύξηση στο σωματικό τους βάρος.