Τα τεχνητά, γενετικά τροποποιημένα, ένζυμα που χρησιμοποιούνται συχνά σε απορρυπαντικά, προϊόντα καθαρισμού, τρόφιμα, καλλυντικά, φάρμακα και άλλα χημικά προϊόντα της καθημερινότητας, είναι δυνητικά αλλεργιογόνα, σύμφωνα με μια νέα επιστημονική έρευνα. Γι' αυτό θα πρέπει να υφίστανται ελέγχους, όπως άλλα εν δυνάμει επικίνδυνα χημικά. Τα εν λόγω ένζυμα χρησιμοποιούνται ευρέως πλέον για μια ποικιλία λόγων, π.χ. για να βοηθούν στη διάσπαση των δύσκολων λεκέδων, για να προσδίδουν αρώματα και γεύσεις, για να δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό ενός προϊόντος ως «φυσικού» κ.ά.
Πώς δημιουργείται η αλλεργία
Για να αναπτυχθεί η αλλεργία, πρέπει να προηγηθεί η ευαισθητοποίηση σε ένα αλλεργιογόνο ερέθισμα. Ευαισθητοποίηση είναι η διαδικασία κατά την οποία η άμυνα του σώματος, όταν έλθει σε επαφή με ένα αλλεργιογόνο, δίνει το σήμα σε ειδικά κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος να παράγουν αντισώματα για να το καταπολεμήσουν. Η ευαισθητοποίηση μπορεί να συμβεί οποτεδήποτε στη ζωή ενός ανθρώπου, τόσο κατά την παιδική ηλικία όσο και μετά την ενηλικίωση. Την επόμενη φορά μετά την ευαισθητοποίηση, όταν ο οργανισμός θα έλθει ξανά σε επαφή με την αλλεργιογόνο ουσία, τότε θα εκδηλωθεί η αλλεργία.
Η έρευνα των ειδικών
Όμως οι Γερμανοί και οι Βρετανοί ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια Λιγκία Μπούντνικ της μονάδας τοξικολογίας και ανοσολογίας του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου του Αμβούργου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό επαγγελματικής και περιβαλλοντικής ιατρικής «Occupational and Environmental Medicine», προειδοποιούν ότι η γενετική τροποποίηση αυτών των ενζύμων μπορεί να αλλάξει τις ιδιότητές τους και να τις καταστήσει αλλεργιογόνες.
Για να διαπιστώσουν κατά πόσο μπορεί να συμβεί αυτό, οι ερευνητές πήραν δείγματα αίματος από 813 εργαζόμενους σε βιομηχανίες τροφίμων, ποτών, χημικών, απορρυπαντικών και φαρμάκων, όπου γίνεται χρήση τέτοιων τεχνητά δημιουργημένων ενζύμων. Οι συμμετέχοντες είχαν εργασθεί επί τρεις μήνες έως δέκα χρόνια σε αυτές τις εταιρείες και είχαν κατά μέσο όρο εκτεθεί σε δύο έως τέσσερα γενετικά τροποποιημένα ένζυμα.
Οι επιστήμονες αναζήτησαν κατά πόσο στον οργανισμό των εργαζομένων είχαν εμφανιστεί αντισώματα γι' αυτά τα τεχνητά ένζυμα, πράγμα που σημαίνει ότι το σώμα τα εξέλαβε ως δυνητικό κίνδυνο. Επειδή διαθέσιμα τεστ υπάρχουν μόνο για τα φυσικά ένζυμα και όχι για τα γενετικά τροποποιημένα, οι ερευνητές ανέπτυξαν ένα δικό τους διαγνωστικό τεστ.
Η ανάλυση των αιματολογικών δειγμάτων έδειξε ότι σχεδόν ένας στους τέσσερις εργαζόμενους (το 23%) είχε ειδικά αντισώματα γι' αυτά τα τεχνητά ένζυμα. Πάνω από το ένα τρίτο (36%) είχαν αλλεργικά συμπτώματα ρινίτιδας ή άσθματος, που σχετίζονταν με τη δουλειά τους. Μετά από αυτό, οι ερευνητές συνιστούν να καταστεί υποχρεωτικός ο έλεγχος των νέων προϊόντων που περιέχουν τέτοια ένζυμα, για να διαπιστώνεται πόσο αλλεργιογόνα είναι.
Την πιο έντονη ευαισθητοποίηση του ανθρώπινου οργανισμού φαίνεται πως προκαλεί η άλφα αμυλάση (εμφανίστηκαν αντισώματα γι' αυτήν στο 44% των συμμετεχόντων), ενώ ακολουθούν το stainzyme (41%) και η παγκρεατίνη (35%). Τα τρία αυτά γενετικά τροποποιημένα ένζυμα περιέχονται κυρίως σε απορρυπαντικά ρούχων και πιάτων, καθώς και σε άλλα προϊόντα καθαρισμού.