Ο όρος «ειδικές μαθησιακές δυσκολίες» αναφέρεται σε προβλήματα σε ανάγνωση, ορθογραφία ή μαθηματικά, σε βαθμό δυσανάλογο με την ηλικία ή τη νοημοσύνη του παιδιού.
Το 5% περίπου των μαθητών, με αναλογία μεταξύ αγοριών και κοριτσιών 4 προς 1, διαβάζουν με δυσκολία, με πολλά λάθη και χωρίς χρώμα ένα κείμενο. Δύσκολα κατανοούν το νόημα του κειμένου. Κάνουν πολλά ορθογραφικά λάθη. Αντιστρέφουν ή παραλείπουν γράμματα όταν γράφουν (π.χ. ε αντί για 3, εμ αντί με). Γράφουν πολύ φτωχές εκθέσεις. Μπερδεύουν τα σύμβολα της αριθμητικής, κάνουν σοβαρά αριθμητικά λάθη και δυσκολεύονται πολύ στην προπαίδεια. Μερικές φορές ξέρουν τα μαθήματά τους το βράδυ και μέχρι το πρωί τα έχουν ξεχάσει. Παρότι η ακριβής αιτία δεν είναι ακόμα λεπτομερώς γνωστή, πιθανολογούνται αλλαγές στη δομή ή στη χημεία των δομών του εγκεφάλου.
Μετά τη λήψη εκτενούς ιστορικού, ο παιδίατρος - αναπτυξιολόγος χρησιμοποιεί εξειδικευμένα τεστ για το γνωστικό του επίπεδο και τον τρόπο μάθησης. Πολύ σημαντική είναι η συζήτηση με τους γονείς για τα αποτελέσματα της εξέτασης, με κατανοητό και φιλικό τρόπο. Αναλόγως του προβλήματος, ζητείται η εξειδικευμένη υποστήριξη του ειδικού παιδαγωγού, παιδοψυχολόγου, λογοπαιδικού ή εργοθεραπευτή.
Διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητα (ΔΕΠΥ).
Το 3%-5% των παιδιών, με επικράτηση και εδώ των αγοριών, αντιμετωπίζουν μαθησιακές δυσκολίες εξαιτίας υπερβολικής κινητικής δραστηριότητας και προβλημάτων στον έλεγχο της προσοχής και των παρορμήσεων. Τα συμπτώματα εμφανίζονται νωρίς στη ζωή του παιδιού, αλλά γίνονται πιο έντονα περί τα 6-7 χρόνια:
- λάθη απροσεξίας,
- δυσκολεύεται να παρακολουθήσει οδηγίες,
- ξεχνάει εύκολα, χάνει πράγματα,
- παίζει με τα χέρια, κουνάει τα πόδια, κουνιέται στο κάθισμα,
- τρέχει ή σκαρφαλώνει όλη την ώρα,
- φλυαρεί υπερβολικά,
- διακόπτει τους άλλους όταν μιλάνε, ενοχλεί με την παρουσία του.
Τα παιδιά με ΔΕΠΥ προκαλούν μεγάλη πίεση σ' αυτούς με τους οποίους αλληλεπιδρούν. Έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και μπορεί να καταλήξουν σε διαταραχές διαγωγής και εναντιωματική συμπεριφορά. Η αξιολόγηση περιλαμβάνει τη χρήση ειδικών αναπτυξιακών τεστ. Αναλόγως των αποτελεσμάτων, δίνονται οδηγίες για την αντιμετώπιση, είτε ψυχολογική, είτε φαρμακευτική. Εξάλλου δίνονται κατευθυντήριες γραμμές σε γονείς και δασκάλους για να μη διαταραχθεί η σχολική επιτυχία και συμπεριφορά και κυρίως να προασπιστεί η ποιότητα ζωής του παιδιού και της οικογένειας.
Κωνσταντίνα Γκόλτσιου,
Παιδίατρος - Αναπτυξιολόγος, Επιστημονική Συνεργάτις Παίδων ΜΗΤΕΡΑ