Η μελέτη των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ διαπίστωσε ότι ρέπουν περισσότερο στην αυτοκτονία όσοι κάνουν χειρωνακτικό επάγγελμα και νιώθουν απομονωμένοι στη δουλειά τους, καθώς και όσοι -ιδίως στον κατασκευαστικό τομέα- έχουν ανασφάλεια για το αν θα έχουν τη δουλειά τους και στο μέλλον.
Η μεγάλη έρευνα δείχνει τεράστιες διαφορές ανάμεσα στα επαγγέλματα, όσον αφορά τα ποσοστά αυτοκτονιών διαχρονικά. Υψηλά ποσοστά εμφανίζουν επίσης οι ξυλουργοί, οι μεταλλωρύχοι, οι ηλεκτρολόγοι και οι οικοδόμοι. Ακολουθούν μηχανικοί (εγκαταστάσεων, επισκευών κλπ.), βιομηχανικοί εργάτες και αρχιτέκτονες.
Την μικρότερη πιθανότητα αυτοκτονίας από όλους έχουν οι καθηγητές, δάσκαλοι και βιβλιοθηκάριοι και ακολουθούν οι υπάλληλοι γραφείου, οι κουρείς-κομμωτές, οι μάγειροι και όσοι ασχολούνται με τη φροντίδα των παιδιών.
Οι ειδικοί τονίζουν πώς ο ρόλος της κατάθλιψης είναι δραστικός στο να οδηγηθεί κανείς στην αυτοκτονία. Οι περισσότερες αυτοκτονίες γίνονται από άτομα μέσης ηλικίας, πολύ συχνότερα από άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες. Τα μεγαλύτερα ποσοστά αυτοκτονιών γυναικών εντοπίζονται μεταξύ όσων εργάζονται στα σώματα ασφαλείας (αστυνομία, πυροσβεστική κ.α.) και στο δικηγορικό επάγγελμα, δύο τομείς όπου το στρες είναι μεγάλο.
Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι ένα λόγος για τις αυξημένες αυτοκτονίες μεταξύ αγροτών, αλιέων και υλοτόμων είναι ότι, εκτός από τη συχνή μοναξιά και το χαμηλότερο εισόδημα, έχουν μεγαλύτερη απροθυμία να ζητήσουν βοήθεια από ψυχολόγο ή ψυχίατρο, εν μέρει λόγω της λανθασμένης αντίληψης ότι κάτι τέτοιο θα θεωρηθεί αδυναμία από τους γύρω τους.
Ακόμη, οι αγρότες εκτίθενται συχνότερα στις χημικές ουσίες των εντομοκτόνων-παρασιτοκτόνων, που μπορεί να επηρεάσουν το νευρικό σύστημά τους και να συμβάλουν έτσι σε κατάθλιψη. Κάτι ανάλογο μπορεί να ισχύει στις περιπτώσεις των εργαζομένων σε εργασίες εγκατάστασης-επισκευής-συντήρησης, οι οποίοι επίσης εκτίθενται σε διαλυτικά και άλλες δυνητικά επικίνδυνες χημικές ουσίες, που πλήττουν το νευρικό σύστημα.