Οι επιστήμονες παρακολούθησαν επί 11 χρόνια 54.279 εθελοντές, ηλικίας 20 έως 89 ετών, καταγράφοντας τις συνήθειες και την ποιότητα του ύπνου τους. Όσοι εξ’ αυτών είχαν και τα τρία χαρακτηριστικά συμπτώματα της αϋπνίας (δυσκολία να αποκοιμηθούν, δυσκολία να μείνουν κοιμισμένοι και αίσθημα κόπωσης το πρωί) είχαν σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο να εκδηλώσουν καρδιακή ανεπάρκεια σε σύγκριση με όσους είχαν ένα ή δύο από αυτά τα συμπτώματα. Ο επικεφαλής ερευνητής Δρ. Λαρς Έρικ Σάντε Λάουγκσαντ, από το Τμήμα Δημοσίας Υγείας & Γενικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Επιστήμης & Τεχνολογίας της Νορβηγίας, στο Τρόντχαϊμ, έσπευσε να διευκρινίσει πως το εύρημα αυτό δεν σημαίνει ότι η αϋπνία αποτελεί αιτία της καρδιακής ανεπάρκειας. “Σαφώς, όμως, υπάρχει κάποια ισχυρή συσχέτιση μεταξύ των δύο, οι ακριβείς μηχανισμοί της οποίας μένει να αποσαφηνισθούν”, επισήμανε. Η καρδιακή ανεπάρκεια εκδηλώνεται όταν βλάβες στην καρδιά την αφήνουν πολύ αδύναμη για να μπορεί να ωθεί αποτελεσματικά αίμα σε όλο το σώμα.
Η έρευνα και τα συμπεράσματα της
Η νόσος προκαλεί εύκολη κόπωση, δύσπνοια, αυξημένο καρδιακό παλμό και οίδημα (πρήξιμο) στους αστραγάλους, ενώ μπορεί να αποβεί μοιραία. Υπολογίζεται ότι ένας στους τέσσερις ενήλικες αντιμετωπίζει δυσκολίες στον ύπνο, με το τουλάχιστον 10% των πασχόντων να λένε πως η αϋπνία επηρεάζει την καθημερινότητά τους, προκαλώντας τους συνεχή κόπωση και διαταραχές της ψυχικής διαθέσεως. Ο Δρ Λάουγκσαντ και οι συνεργάτες του, που δημοσιεύουν τη μελέτη τους στην «Ευρωπαϊκή Επιθεώρηση Καρδιάς» (EHJ), εξηγούν ότι κανένας από τους εθελοντές τους δεν είχε ενδείξεις καρδιακής ανεπάρκειας στα μέσα της δεκαετίας του ’90 που άρχισε η μελέτη. Η πορεία της υγείας τους παρακολουθήθηκε έως το 2008.
Στο μεσοδιάστημα, 1.412 εξ αυτών εκδήλωσαν καρδιακή ανεπάρκεια. Στους πάσχοντες από αϋπνία που παρουσίαζαν και τα τρία βασικά συμπτώματά της, ο κίνδυνος καρδιακής ανεπάρκειας ήταν 4,5 φορές υψηλότερος απ’ ό,τι στους εθελοντές που δεν έπασχαν από αϋπνία. Αντίστοιχα, σε όσους είχαν τα τρία συμπτώματα και ταυτοχρόνως κατάθλιψη ή/και αγχώδη διαταραχή, ο κίνδυνος ήταν αυξημένος κατά 5,2 φορές.
Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι οι ακριβείς βιολογικοί μηχανισμοί της συσχέτισης παραμένουν προς το παρόν άγνωστοι. Είναι, όμως, πιθανό να παίζει ρόλο το στρες της αϋπνίας. Είναι καλά τεκμηριωμένο ότι το στρες ενεργοποιεί μία αλληλουχία μηχανισμών στο σώμα που επηρεάζουν αρνητικά την καρδιολογική λειτουργία. Δεν είναι η πρώτη φορά που μελέτη συσχετίζει την αϋπνία και γενικότερα τις διαταραχές ή την έλλειψη ύπνου με προβλήματα υγείας. “Κατ’ επανάληψιν έχει αποδειχθεί ότι τα προβλήματα στον ύπνο σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο παχυσαρκίας και μαθησιακών δυσκολιών στα παιδιά, καθώς και με παχυσαρκία, διαβήτη, καρκίνο, καρδιοπάθεια και νοητικές δυσλειτουργίες στους ενήλικες”, σχολίασε ο Δρ Άλουν Ήβανς, ομότιμος καθηγητής Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο Queen’s του Μπέλφαστ, ο οποίος δεν συμμετείχε στη νέα μελέτη. Κλείνοντας, τόνισε, πως πολύ πρόσφατα, μία ξεχωριστή μελέτη έδειξε ότι η στέρηση ύπνου επηρεάζει την έκφραση αρκετών εκατοντάδων γονιδίων, γεγονός που θα μπορούσε να αποτελεί έναν δυνητικό μηχανισμό που εξηγεί τις παρατηρούμενες συσχετίσεις μεταξύ ύπνου και υγείας.