Για τους σκοπούς της μελέτης συμμετείχαν περισσότεροι από 1.400 συμμετέχοντες, από τους οποίους ερευνήθηκαν μεταβολίτες και μικροβιακά γονιδιώματα ενώ η μελέτη διήρκησε δεκαετίες, προκειμένου να μελετηθούν οι παράγοντες κινδύνου καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της, τα οποία δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Cell, ένας συγκεκριμένος τύπος βακτηρίων, με την ονομασία Oscillibacter προσλαμβάνει και μεταβολίζει τη χοληστερόλη από το περιβάλλον τους και μάλιστα οι άνθρωποι που έφεραν υψηλότερα επίπεδα του βακτηρίου στο έντερό τους είχαν χαμηλότερα επίπεδα χοληστερόλης. Επίσης, οι ερευνητές εντόπισαν ακόμη ένα είδος βακτηρίων του εντέρου Eubacterium coprostanoligenes - που επίσης συμβάλλει στη μείωση των επιπέδων της χοληστερόλης και μπορεί να έχει αλληλεπίδραση με το Oscillibacter. Τέλος, κατάφεραν να αποκτήσουν και μία εικόνα του μηχανισμού που, πιθανώς χρησιμοποιούν τα βακτήρια για να διασπάσουν τη χοληστερόλη. Η συγκεκριμένη μελέτη αποδεικνύει συνεπώς ότι θα μπορούσε έτσι να μειωθεί η χοληστερόλη στους ανθρώπους ενώ δημιούργησε επίσης το έδαφος για επιπλέον πιο στοχευμένες έρευνες σχετικά με το πώς οι αλλαγές στο μικροβίωμα επηρεάζουν την υγεία και τις ασθένειες.
Οι αλλαγές ακόμη που υφίσταται το μικροβίωμα του εντέρου συνδέονται επιπλέον με μια σειρά ασθενειών, όπως ο διαβήτης τύπου 2, η παχυσαρκία και η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου. Συνδέσεις έχουν αποκαλύψει επίσης και άλλοι ερευνητές μεταξύ της σύνθεσης του μικροβιώματος του εντέρου, των τριγλυκεριδίων και των επιπέδων σακχάρου στο αίμα ενός ατόμου έπειτα από ένα γεύμα. Η μελέτη ωστόσο φέρει και περιορισμούς, καθώς οι ερευνητές δεν μπόρεσαν μέχρι στιγμής να συσχετίσουν αυτές τις συνδέσεις με θεραπείες, εν μέρει επειδή δεν έχουν πλήρη κατανόηση των μεταβολικών οδών στο έντερο.