Άνθρωποι μέσης ηλικίας και ηλικιωμένοι που παίρνουν υπνάκο την ημέρα μπορεί ενδεχομένως να αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο θνησιμότητας, υποδεικνύει νέα έρευνα.
Στην έρευνα, άνθρωποι ηλικίας 40 έως 79 ετών που έπαιρναν υπνάκο καθημερινά για λιγότερο από 1 ώρα είχαν 14% περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν σε διάστημα 13 ετών σε σύγκριση με όσους δεν έπαιρναν υπνάκο. Ο υπνάκος μεγαλύτερης διάρκειας συνδέθηκε με υψηλότερο κίνδυνο. Άνθρωποι των οποίων ο καθημερινός υπνάκος διαρκούσε μια ώρα ή περισσότερο είχαν 32% περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν κατά τη διάρκεια της έρευνας.
Τα ευρήματα ίσχυαν, ακόμα και όταν οι ερευνητές έλαβαν υπόψη πολλούς παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον κίνδυνο θνησιμότητας, όπως η ηλικία, το φύλο, ο Δείκτης Μάζας Σώματος, αν ήταν καπνιστές, η ποσότητα άσκησης και αν είχαν προϋπάρχουσες παθήσεις
Ιδιαίτερα, ο υπνάκος συνδέθηκε με αυξημένο κίνδυνο θανάτου από αναπνευστικές νόσους.
Η σχέση μεταξύ του υπνάκου καιτου κινδύνου θνησιμότητας ήταν υψηλότερη στους νεότερους ανθρώπους της έρευνας, ηλικίας 40 έως 65 ετών που είχαν σχεδόν διπλάσιες πιθανότητες να πεθάνουν κατά τη διάρκεια της έρευνας αν έπαιρναν υπνάκο για τουλάχιστον μια ώρα σε σύγκριση με όσους δεν κοιμόνταν.
Η αιτία για τη σχέση δεν είναι γνωστή. Μπορεί ενδεχομένως να μην είναι ο ύπνος καθαυτός που είναι ανθυγιεινός, αλλά το ότι όσοι τείνουν να παίρνουν υπνάκο μπορεί να έχουν αδιάγνωστες παθήσεις που επηρεάζουν τον κίνδυνο θνησιμότητας, δήλωσαν οι ερευνητές.
Οι ερευνητές από το University of Cambridge, σημειώνουν στο περιοδικό ‘’American Journal of Epidemiology’’ ότι χρειάζονται νέες έρευνες πριν γίνουν συστάσεις. Ο υπερβολικός υπνάκος την ημέρα θα μπορούσε να είναι χρήσιμος δείκτης υποκείμενων παραγόντων κινδύνου για την υγεία, ιδιαίτερα αναπνευστικών προβλημάτων, κυρίως στους ανθρώπους 65 ετών και κάτω.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε περισσότερους από 16.000 ανθρώπους στη Βρετανία, που απάντησαν ερωτήσεις σχετικά με τις συνήθειες σύντομου ύπνου, μεταξύ του 1998 και του 2000 και παρακολουθήθηκαν για 13 χρόνια.
Πάντως παλιότερη έρευνα που έγινε από επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια-Μπέρκλεϊ αναφέρει πως η σιέστα, έχει ευεργετικές επιδράσεις στον ανθρώπινο οργανισμό καθώς τον βοηθά όχι μόνο να επεξεργαστεί τις πληροφορίες, που ήδη έχει αλλά και να μάθει νέα πράγματα πιο γρήγορα και πιο εύκολα.
Κατά τη διαδικασία της σιέστας επομένως, ο εγκέφαλος καταμερίζει τις πληροφορίες και ανάλογα με την σπουδαιότητά τους, τις διαγράφει ή τις αποθηκεύει και έτσι δημιουργεί περισσότερο χώρο για την υποδοχή νέων πληροφοριών. Έτσι, ένας ξεκούραστος άνθρωπος, που έχει κοιμηθεί για ένα μικρό χρονικό διάστημα το μεσημέρι, είναι σε θέση να συλλέξει αλλά και να επεξεργαστεί περισσότερες πληροφορίες από το απόγευμα και μετά συγκριτικά με κάποιον, που δεν έχει ξεκουραστεί καθόλου και επομένως δεν έχει δημιουργήσει κατάλληλο «αποθηκευτικό» χώρο για τις νέες πληροφορίες, που θα έρθουν.