Η επιδημιολογική μελέτη δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο PLOS ONE και βασίστηκε σε στοιχεία από δύο τυχαιοποιημένες έρευνες στις οποίες είχαν λάβει μέρος 3.325 και 1.713 άτομα με έμφαση στη σχέση του κινδύνου εκδήλωσης καρκίνου του μαστού και των συγκεντρώσεων της 25-υδροξυβιταμίνης D (25(OH)D) στο αίμα.
Όλες οι γυναίκες ήταν 55 ετών και άνω, με μέσο όρο τα 63 έτη. Τα στοιχεία είχαν συλλεχθεί την περίοδο 2002-2017. Οι συμμετέχουσες ήταν ελεύθερες καρκίνου κατά την εγγραφή στις μελέτες και ετέθησαν υπό ιατρική παρακολούθηση για τέσσερα χρόνια. Τα επίπεδα της βιταμίνης D μετρούνταν σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Κατά τη διάρκεια των ερευνών, διαγνώστηκαν 77 νέες περιπτώσεις καρκίνου μαστού, με συχνότητα 512 περιπτώσεις ανά 100.000 άτομα-έτη.Το ελάχιστο φυσιολογικό επίπεδο της 25(OH)D στο πλάσμα αίματος καθορίστηκε στα 60 νανογραμμάρια ανά χιλιοστό του λίτρου.
«Διαπιστώσαμε ότι οι γυναίκες με επίπεδα 25(OH)D στο αίμα πάνω από 60 ng/ml είχαν το ένα πέμπτο του κινδύνου για καρκίνο μαστού συγκριτικά με εκείνες που είχαν κάτω από 20 ng/ml», αναφέρει ο Κεντρικ Γκαρλαντ, επίκουρος καθηγητής στο αμερικανικό πανεπιστήμιο. Μάλιστα, ο κίνδυνος καρκίνου μειωνόταν όσο αυξάνονταν τα επίπεδα της βιταμίνης D στον οργανισμό.
Για να πετύχει κανείς τα 60 ng/ml 25(OH)D στον οργανισμό του σαφώς και θα πρέπει να λαμβάνει διατροφικό συμπλήρωμα 4.000 – 6.000 IU την ημέρα, αν και η έκθεση στον ήλιο για 10-15 λεπτά την ημέρα μπορεί να μειώσει αυτή την ανάγκη.