Για να επιτευχθεί όμως αυτό θα πρέπει πρώτα να έχει επέλθει:
* Η ωρίμανση των σπερματοζωαρίων και
* Η ενεργοποίησή τους
Η ωρίμανση των σπερματοζωαρίων πραγματοποιείται στην επιδυδιμίδα εντός δηλαδή του ανδρικού γεννητικού συστήματος. Η ενεργοποίησή τους αντιθέτως πραγματοποιείται εντός του γεννητικού συστήματος της γυναίκας και απαιτείται χρονικό διάστημα 7 περίπου ωρών. Μετά την ενεργοποίησή τους τα σπερματοζωάρια «έλκονται» από το ωάριο μέσω πολύπλοκων βιοχημικών σημάτων. Μόνο ένα όμως θα καταφέρει να εισέλθει εντός του ωαρίου και αυτό γιατί η εξωτερική στιβάδα γίνεται αδιαπέραστη για τα υπόλοιπα σπερματοζωάρια.
Υπάρχουν όμως περιπτώσεις κατά τις οποίες το σπερματοζωάριο αδυνατεί να διαπεράσει την εξωτερική στιβάδα και να εισέλθει εντός του ωαρίου ώστε να επέλθει η γονιμοποίηση. Τα αίτια μπορεί να είναι είτε διαταραχές στην αρχιτεκτονική δομή της εξωτερικής στιβάδας του ωαρίου είτε διαταραχές των σπερματοζωαρίων.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, εφαρμόζεται μια διαδικασία που ονομάζεται ενδοκυτταροπλασματική έγχυση σπερματοζωαρίου (ICSI- Intracytoplasmic Sperm Injection) η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί ταυτόχρονα με την in vitro γονιμοποίηση (IVF), ώστε να γονιμοποιηθεί το ωάριο.
Κατά τη διάρκεια της ICSI, ένα μόνο σπερματοζωάριο ενίεται απευθείας στο κυτταρόπλασμα του ωαρίου. Κατά τη διαδικασία ICSI, μία μικροσκοπική βελόνα, που ονομάζεται μικροσιφώνιο, χρησιμοποιείται για την έγχυση ενός μόνο σπερματοζωαρίου μέσα στο κυτταρόπλασμα του ωαρίου. Είτε με την παραδοσιακή IVF ή μέσω ICSI, μόλις επέλθει η γονιμοποίηση, το γονιμοποιημένο ωάριο (το οποίο πλέον ονομάζεται ζυγώτης) ωριμάζει εντός του εργαστηρίου για 1-5 ημέρες πριν αυτό μεταφερθεί στη μήτρα της γυναίκας (η διαδικασία αυτή ονομάζεται εμβρυομεταφορά).
Η μέθοδος εφαρμόζεται διεθνώς με επιτυχία από το 1992. Η επιτυχία της οφείλεται στο γεγονός ότι με την μέθοδο αυτή ουσιαστικά παρακάμπτονται σχεδόν στο σύνολό τους όλα τα αίτια υπογονιμότητας που σχετίζονται με το σπερματοζωάριο και το ωάριο. Χάρη στη μικρογονιμοποίηση μπορούν να γίνουν πατέρες άνδρες με σοβαρά προβλήματα στην ποιότητα του σπέρματος (μειωμένος αριθμός, χαμηλή κινητικότητα, πτωχή μορφολογία, ή προβλήματα εκσπερμάτισης).
Η ICSI βοηθά να ξεπεραστούν προβλήματα γονιμότητας, όπως:
* Περιπτώσεις ολιγοσπερμίας (ο σύντροφος παράγει πολύ λίγα σπερματοζωάρια τα οποία δεν επαρκούν για τις μεθόδους τεχνητής γονιμοποίησης (ενδομήτρια σπερματέγχυση-IUI) ή εξωσωματική γονιμοποίηση
* Το σπέρμα παρουσιάζει διαταραχές κινητικότητας
* Τα σπερματοζωάρια δεν μπορούν να «συνδεθούν» με το ωάριο
* Περιπτώσεις απόφραξης στο ανδρικό αναπαραγωγικό σύστημα
* Τα ωάρια δεν έχουν γονιμοποιηθεί από τις παραδοσιακές τεχνικές εξωσωματικής γονιμοποίησης, ανεξάρτητα από την κατάσταση του σπέρματος.
* Σε περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται ωάρια τα οποία ωρίμανσαν In vitro (έξω από το σώμα της γυναίκας).
* Σε περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται καταψυχθέντα ωάρια.
Με την τεχνική αυτή επιτυγχάνεται γονιμοποίηση η οποία κυμαίνεται από 50% έως και 80%. Αλλά ενδέχεται να προκύψουν τα ακόλουθα προβλήματα κατά τη διάρκεια ή μετά τη διαδικασία ICSI:
Η μέθοδος θεωρείται ασφαλής όσον αφορά την εμφάνιση γενετικών ανωμαλιών. Μελέτες έχουν δείξει ότι αν μια γυναίκα μείνει έγκυος με φυσική σύλληψη, υπάρχει πιθανότητα εμφάνισης ανωμαλιών στο έμβρυο η οποία κυμαίνεται από 1,5% έως 3%. Τα ποσοστά αυτά σε όλες τις μελέτες που διεξήχθησαν είναι παρόμοια τόσο στην IVF όσο και με την τεχνική ICSI που σημαίνει ότι οι μέθοδοι εξωσωματικής γονιμοποίησης δεν επηρεάζουν την μετέπειτα ανάπτυξη του παιδιού σε βαθμό μεγαλύτερο από ότι η φυσική σύλληψη.
Ευχαριστούμε για τις πληροφορίες τον κ.Δουλγεράκη Εμμανουήλ, Μαιευτήρα− Γυναικολόγο, για περισσότερες πλήροφορίες www.gynaikaplus.eu