Ειδικότερα, πολλές βιοχημικές αντιδράσεις οι οποίες αφορούν το μεταβολισμό, τη δραστικότητα ενζύμων και τη σύνθεση πρωτεϊνών σε όργανα όπως ο εγκέφαλος και τα οστά του αναπτυσσόμενου εμβρύου, οι μυς, η καρδιά, η υπόφυση και οι νεφροί εξαρτώνται από τις θυρεοειδικές ορμόνες –άρα και από το βασικό συστατικό τους ιώδιο. Η έλλειψη ιωδίου συνεπάγεται ανεπαρκή σύνθεση θυρεοειδικών ορμονών και είναι η πιο συχνή αιτία νοητικής στέρησης που δύναται να προληφθεί. Αυτό καθιστά, προφανώς, την επαρκή διαιτητική πρόσληψη ιωδίου θεμελιώδους σημασίας ιδιαίτερα στις εγκύους.
Ιώδιο και διατροφή
Κύριες πηγές πρόσληψης είναι τα θαλασσινά προϊόντα (ψάρια και όστρακα), το επιτραπέζιο αλάτι και το ψωμί. Συγκεκριμένα, στο επιτραπέζιο αλάτι το Ιώδιο προστίθεται ως Ιωδιούχο Κάλιο σε ποσότητα που ποικίλλει, ανάλογα με την περιοχή, από 10 έως 40mcg Ιωδίου ανά γραμμάριο αλατιού βελτιώνοντας έτσι με απλό και φθηνό τρόπο την περιεκτικότητά του στην καθημερινή μας διατροφή.
Η περιεκτικότητα των φυτών και λαχανικών σε ιώδιο εξαρτάται από το περιβάλλον και το έδαφος όπου αναπτύσσονται.
Τα γαλακτοκομικά προϊόντα αποτελούσαν παλαιότερα μια καλή πηγή λόγω των ζωοτροφών και των απορρυπαντικών που εμπλέκονταν στην αποστείρωση των σκευών που χρησίμευαν στην επεξεργασία του γάλακτος. Στις μέρες μας, ωστόσο, έχει περιοριστεί η χρήση των τελευταίων με αποτέλεσμα τα γαλακτοκομικά προϊόντα να αποτελούν πια φτωχότερη πηγή ιωδίου.
Τέλος άλλες πηγές Ιωδίου είναι αντισηπτικά (όπως το Povidone Iodine-κοινό Betadine), ιωδιούχα σκιαγραφικά που χρησιμοποιούνται στην Ακτινολογία και φαρμακευτικά σκευάσματα όπως η αμιωδαρόνη.
Εκτίμηση της επάρκειας ιωδίου
Η μέση συγκέντρωση ιωδίου στα ούρα αποτελεί την πιο αποδεκτή μέθοδο εκτίμησης της επάρκειάς του στον πληθυσμό.
Μέση συγκέντρωση ιωδίου στα ούρα μεταξύ 50 και 99mcg/L αντιστοιχεί σε ήπια ανεπάρκεια ιωδίου, συγκέντρωση μεταξύ 20 και 49mcg/L αντιστοιχεί σε μέτρια ανεπάρκεια ενώ όταν η συγκέντρωση στα ούρα είναι <20 mcg/L τότε πια μιλάμε για σοβαρή ανεπάρκεια ιωδίου.
Η εκτίμηση στην Ελλάδα
Αν και η Ελλάδα δεν συγκαταλέγεται επισήμως μεταξύ των χωρών που στερούνται ιωδίου, δεν διαθέτουμε επαρκή στοιχεία για το εάν οι αυξημένες ανάγκες των εγκύων γυναικών στη χώρα μας καλύπτονται τελικά επαρκώς.
Οι προσπάθειες αντιμετώπισης του προβλήματος της Ιωδοπενίας στη χώρα μας έχουν αρχίσει την τελευταία 30ετία. Το πιο προσβεβλημένο τμήμα της χώρας ήταν η Δυτική Ελλάδα με υψηλά ποσοστά βρογχοκήλης σε μαθητές της εποχής εκείνης. Με την χρήση του ιωδιωμένου αλατιού και τη γενικότερη βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης τα ποσοστά αυτά βελτιώθηκαν σημαντικά αν και υπάρχουν ακόμη και σήμερα μικρές εστίες ιωδοπενίας (Νοτιοδυτική Ελλάδα, Ήπειρος).
Στο λεκανοπέδιο της Αττικής, αντίθετα με την έως τώρα πεποίθησή μας, πρόσφατη κλινική μελέτη σε εγκύους στο 1ο τρίμηνο της κύησης έδειξε μειωμένη απέκκριση ιωδίου στα ούρα (50% με απέκκριση <100μg/L, το 1/3 δε αυτών <50μg/L), επίπεδα δηλωτικά ήπιας και μέτριας ιωδοπενίας αντίστοιχα.
Ιώδιο και εγκυμοσύνη
Οι θυρεοειδικές ορμόνες Τ3 και Τ4 είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη του κεντρικού νευρικού συστήματος του εμβρύου. Ο εμβρυικός θυρεοειδής αρχίζει να παράγει θυροξίνη κατά την 12η εβδομάδα της κύησης αλλά μικρή ποσότητα ορμονών συντίθεται ουσιαστικά μέχρι την 18η-20η εβδομάδα. Αργότερα η παραγωγή από τον εμβρυικό θυρεοειδή αυξάνεται σταδιακά. Είναι επομένως προφανές ότι ο αναπτυσσόμενος εμβρυικός εγκέφαλος εξαρτάται απόλυτα από την επαρκή παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών από την μητέρα.
Οι έγκυοι χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής γιατί στην εγκυμοσύνη
Α) η νεφρική απέκκριση ιωδίου είναι μεγαλύτερη
Β) μετά το 1ο τρίμηνο παρατηρείται επιπρόσθετη συνεχής παροχή/απώλεια ιωδίου από την μητέρα προς το έμβρυο μέσω του πλακούντα ενώ
Γ) πολύ συχνά επιβάλλεται στην έγκυο η διακοπή της κατανάλωσης αλατιού για λόγους υπέρτασης.
Επομένως στην έγκυο ικανοποιητική μέση συγκέντρωση ιωδίου στα ούρα είναι αυτή που κυμαίνεται μεταξύ 150 και 249 mcg/L.
Οι πιο πρόσφατες οδηγίες της Αμερικανικής Θυρεοειδικής Ένωσης (2011) συνιστούν για τις εγκύους και θηλάζουσες μητέρες στη Βόρεια Αμερική ελάχιστη ημερήσια διατροφική πρόσληψη ιωδίου 250mcg. Για να επιτευχθεί αυτό συνιστάται καθημερινά πριν από τη σύλληψη, κατά την κύηση και κατά τη γαλουχία η λήψη διαιτητικού υποκατάστατου που να περιέχει 150 mcg ιωδίου. Η μέση ημερήσια πρόσληψη 150 mcg ιωδίου αντιστοιχεί σε μέση συγκέντρωση ιωδίου στα ούρα 100 mcg/L.
Από την άλλη πλευρά με βάση κάποιες μελέτες η υπερβολική διαιτητική πρόσληψη ιωδίου (ανώτερο όριο πρόσληψης που ποικίλλει από 600 έως 1100mcg ημερησίως στους ενήλικες ή σε εγκύους στο τελευταίο τρίμηνο της κύησης) προδιαθέτει σε υποκλινικό υποθυρεοειδισμό της εγκύου και πρέπει να αποφεύγεται.
Οι συνέπειες της ανεπάρκειας ιωδίου
Η βλαπτική επίδραση της βαριάς ιωδοπενίας αλλά και των μεταβολών της θυρεοειδικής λειτουργίας της μητέρας στην νευρολογική και ψυχοκινητική ανάπτυξη των εμβρύων-νεογνών-παιδιών έχει τεκμηριωθεί σε πολλές μελέτες. Η ήπια ιωδοπενία της μητέρας δύναται να προκαλέσει διαταραχή της θυρεοειδικής λειτουργίας αλλά παραμένει αβέβαιο εάν προκαλεί νευροαναπτυξιολογικές διαταραχές στο έμβρυο.
Στην παιδική ηλικία έχουν αναφερθεί νοητική στέρηση και νευρολογικές διαταραχές καθώς και μεγαλύτερη συχνότητα του συνδρόμου διαταραχής ελλειμματικής προσοχής.
Στους ενήλικες έχουν σημειωθεί νοητική δυσλειτουργία και κινητική δυσχέρεια, αυξημένος κίνδυνος καρκίνου του θυρεοειδούς ενώ ορισμένες έρευνες υπαινίσσονται συσχέτιση μεταξύ της ανεπάρκειας ιωδίου και της ινοκυστικής μαστοπάθειας. Η πιο ακραία πάθηση μέσα στο φάσμα αυτών των νευρολογικών διαταραχών είναι ο κρετινισμός (κωφαλαλία, διπληγία και διανοητική στέρηση) με χαρακτηριστικό παράδειγμα ενδημικού κρετινισμού τους κατοίκους της Νέας Γουινέας.
Πλεονεκτήματα της θεραπείας
Σε περιοχές με μέτρια έως σοβαρή ανεπάρκεια ιωδίου φάνηκε με σαφήνεια πως η ενίσχυση της διατροφής σε ιώδιο πριν την εγκυμοσύνη ή και κατά τα πρώτα στάδια της ελαχιστοποιεί την πιθανότητα εμφάνισης νέων περιστατικών κρετινισμού, αυξάνει το βάρος γέννησης, μειώνει τα ποσοστά περιγεννητικής και νεογνικής θνησιμότητας και γενικά αυξάνει τον ρυθμό ανάπτυξης των μικρών παιδιών κατά 10-20%. Εάν αντίθετα δεν επιτευχθεί η ενίσχυση της διατροφής σε ιώδιο η κατά μέσο όρο πτώση του δείκτη IQ ανέρχεται σε 12-13,5 μονάδες.
Συμπεράσματα
Από τα ανωτέρω γίνεται σαφές πως η επαρκής διαθεσιμότητα του ιωδίου είναι απαραίτητη για την υγεία του ανθρώπινου οργανισμού δεδομένης της συμβολής του στην εύρυθμη θυρεοειδική λειτουργία. Τα παιδιά, οι έφηβοι, οι έγκυες και θηλάζουσες μητέρες είναι ομάδες που πλήττονται περισσότερο από την έλλειψή του αλλά και ευεργετούνται περισσότερο από τη σωστή διαιτολογική υποκατάσταση του ιχνοστοιχείου ιωδίου.