Οι επιστήμονες από το πανεπιστήμιο του Σίδνεϋ μελέτησαν στοιχεία για 59.325 ενήλικες από τη Biobank του Ηνωμένου Βασιλείου, οι οποίοι φορούσαν επιταχυνσιόμετρα (φορητούς μετρητές δραστηριότητας) στον καρπό τους στην αρχή της μελέτης.
Στη συνέχεια παρακολουθήθηκαν για έως και επτά χρόνια για διάφορα προβλήματα υγείας.
Τα άτομα με υψηλό δείκτη γενετικού κινδύνου είχαν 2,4 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν διαβήτη τύπου 2 σε σύγκριση με εκείνους με χαμηλό δείκτη γενετικού κινδύνου.
Η μελέτη έδειξε ότι πάνω από μία ώρα μέτρια έως έντονη σωματική δραστηριότητα την ημέρα, συσχετίστηκε με 74% χαμηλότερο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 σε σύγκριση με τους συμμετέχοντες που έκαναν λιγότερο από 5 λεπτά φυσικής δραστηριότητας καθημερινά.
Αυτό ίσχυε ακόμη και όταν ελήφθησαν υπόψη άλλοι παράγοντες, συμπεριλαμβανομένου του γενετικού κινδύνου.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν επίσης ότι οι συμμετέχοντες με υψηλό γενετικό κίνδυνο, αλλά περισσότερο δραστήριοι, αντιμετώπιζαν χαμηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν διαβήτη τύπου 2 σε σύγκριση με εκείνους με χαμηλό γενετικό κίνδυνο αλλά λιγότερο δραστήριους σωματικά.
«Δεν μπορούμε να ελέγξουμε τον γενετικό μας κίνδυνο και το οικογενειακό μας ιστορικό, αλλά αυτό το εύρημα παρέχει πολλά υποσχόμενα νέα ότι μέσω ενός ενεργού τρόπου ζωής, μπορεί κανείς να μειώσει σε μεγάλο βαθμό τον κίνδυνο διαβήτη τύπου 2» λέει η επικεφαλής συγγραφέας, αναπληρώτρια καθηγήτρια Melody Ding από το Κέντρο Charles Perkins.
Μέτριας έντασης σωματική δραστηριότητα είναι το γρήγορο περπάτημα, η κηπουρική κλπ., ενώ οι ασκήσεις έντονης σωματικής δραστηριότητας περιλαμβάνουν τρέξιμο, αερόβια άσκηση, ποδήλατο σε ανηφόρα ή με γρήγορη ταχύτητα.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση British Journal of Sports Medicine.