Και για αυτή την απιστία ενοχοποιούνται τελικά και τα γονίδια που φέρουν οι γυναίκες. Στην έρευνα συμπεριλήφθησαν μονοζυγωτικές δίδυμες με πανομοιότυπο χρωμοσωμικό περιεχόμενο και διζυγωτικές δίδυμες με χρωμοσώματα όπως δύο αδέλφια που δεν είναι δίδυμα.
Ο μέσος όρος ηλικίας των διδύμων γυναικών που έλαβαν μέρος στην έρευνα, ήταν 50 ετών και το 25% ήταν διαζευγμένες. Οι γυναίκες που δεν απίστησαν είχαν κατά μέσο 4 σεξουαλικούς συντρόφους στη ζωή τους, ενώ όσες τελικά απίστησαν είχαν 8 σεξουαλικούς συντρόφους.
Όπως παρατήρησαν οι γονιδιακοί παράγοντες επηρέαζαν κατά 41% τη γυναικεία συζυγική απιστία και κατά 38% τον αριθμό των σεξουαλικών συντρόφων που είχε στη ζωή της μια γυναίκα.
Ενώ, ο γονιδιακός συσχετισμός και των δύο αυτών χαρακτηριστικών έφτανε στο 47%.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η κληρονομικότητα παίζει σημαντικό ρόλο, όχι μόνο στη συμπεριφορά συζυγικής απιστίας αλλά και στον αριθμό σεξουαλικών συντρόφων που έχει μια γυναίκα στη ζωή της.
Παρόλα αυτά σημείωσαν ότι και το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει μια γυναίκα και η ανατροφή της, παίζουν σημαντικό ρόλο και ως προς την τάση της για απιστία και ως προς το πόσους σεξουαλικούς συντρόφους θα επιλέξει στη ζωή της.
Ανέφεραν μάλιστα ότι τα γονίδια των χρωμοσωμάτων 3 - 7 και 20 πιθανότατα εμπλέκονται στη σεξουαλική συμπεριφορά της γυναίκας αλλά και του άνδρα όμως αυτό χρίζει περαιτέρω διερεύνησης για να επιβεβαιωθεί οριστικά.
Διαβάστε και άλλες ενδιαφέρουσες έρευνες εδώ!