Το τεστ έχει σύντομη διάρκεια πέντε λεπτών και βασίζεται στον προσδιορισμό ορισμένων μεταβολικών δεικτών στα ούρα, οι οποίοι προκύπτουν από τη διάσπαση τροφίμων όπως το κόκκινο κρέας, το κοτόπουλο, το ψάρι, τα φρούτα και τα λαχανικά. Στο τέλος οι ειδικοί μπορούν να προσδιορίσουν την ποσότητα λίπους, ζάχαρης, φυτικών ινών και πρωτεΐνης που έχουν καταναλωθεί μέσω της τροφής
Οι ερευνητές που εργάζονται πάνω στην ανάπτυξη του τεστ τονίζουν πως πρόκειται για ένα χρήσιμο εργαλείο που θα αξιολογεί την ποιότητα της διατροφής του πληθυσμού και θα μπορεί να συνεισφέρει στην απώλεια βάρους αλλά και της «διόρθωσης» των κακών διατροφικών συνηθειών.
Για τους σκοπούς της μελέτης, ζητήθηκε από 19 εθελοντές να ακολουθήσουν διαφορετικής ποιότητας διατροφικά πρότυπα, τα οποία διαμορφώθηκαν σύμφωνα με τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Όλοι οι συμμετέχοντες ακολούθησαν αυστηρά διαιτολόγια για 3 ημέρες και οι ερευνητές λάμβαναν δείγματα ούρων, ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Στη συνέχεια, τα δείγματα χρησιμοποιήθηκαν για τον προσδιορισμό εκατοντάδων συστατικών, που ονομάζονται μεταβολίτες , οι προκύπτουν από τη διάσπαση των τροφών στο σώμα. Τα επίπεδα των μεταβολιτών παρείχαν πληροφορίες σχετικά με την ποσότητα πρωτεΐνης, λίπους, φυτικών ινών και ζάχαρης, που είχαν καταναλώσει οι εθελοντές. Επίσης, μέσω του τεστ, προσδιορίστηκαν συστατικά που υποδήλωναν την κατανάλωση συγκεκριμένων τροφίμων, όπως τα εσπεριδοειδή και τα πράσινα φυλλώδη λαχανικά. Στην συνέχεια οι ερευνητές δημιούργησαν ένα δείκτη και αξιολόγησαν την ακρίβειά του, χρησιμοποιώντας δεδομένα από παλαιότερη μελέτη. Συνολικά διαπίστωσαν πως ο δείκτης είχε υψηλή ικανότητα «πρόβλεψης» της δίαιτας, προκειμένου το τεστ να είναι σίγουρο πως έχει έγκυρα αποτελέσματα.
Η ερευνητική ομάδα δήλωσε πως το τεστ μπορεί να γίνει ευρέως διαθέσιμο σε δυο χρόνια, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί από επαγγελματίες υγείας.Η ανάλυση δημοσιεύθηκε στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό «Lancet Diabetes and Endocrinology».