Παρόλ'αυτά τα ερευνητικά δεδομένα είναι αρκετά διαφοροποιημένα ανάμεσα στις χώρες όπου και καταγράφονται μεγάλες ανισότητες, ιδίως όσον αφορά την επιβίωση των παιδιών καρκινοπαθών.
Τα συμπεράσματα αυτά προέρχονται από τη μεγαλύτερη ως τώρα μελέτη με στοιχεία που αφορούν περισσότερους από 37,5 εκατομμύρια ενήλικες και παιδιά που είχαν διαγνωσθεί με κάποιο από τα 18 συχνότερα είδη καρκίνου, τα οποία αποτελούν περίπου τα τρία τέταρτα όλων των διαγνωσμένων καρκίνων παγκοσμίως. Η έρευνα με την ονομασία Concord-3, με επικεφαλής τη δρα Κλαούντια Αλεμάνι τoυ London School of Hygiene and Tropical Medicine ανέλυσε στοιχεία για τον καρκίνο από 71 χώρες (περίπου δύο τρία του παγκόσμιου πληθυσμού) για την περίοδο 2000-2014, αναλύοντας την πενταετή επιβίωση των ασθενών μετά τη διάγνωση.
Τα στοιχεία αφορούσαν συνολικά πάνω από 37,5 εκατομμύρια ενήλικες και παιδιά που είχαν διαγνωσθεί με κάποιο από τα 18 συχνότερα είδη καρκίνου, τα οποία αποτελούν περίπου τα τρία τέταρτα όλων των διαγνωσμένων καρκίνων παγκοσμίως. Μεταξύ άλλων, η μελέτη δείχνει ότι η πενταετής επιβίωση των παιδιών από καρκίνο του εγκεφάλου έχει βελτιωθεί σε πολλές χώρες, αλλά ενώ στις σκανδιναβικές χώρες (Σουηδία, Δανία) αυτό αφορά το 80% των παιδιών, στη Νότια Αμερική (Μεξικό, Βραζιλία) το ποσοστό δεν ξεπερνά το 40%.
«Παρά τις προόδους στην ενημέρωση, στις ιατρικές υπηρεσίες και στις θεραπείες, ο καρκίνος σκοτώνει ακόμη περισσότερα από 100.000 παιδιά κάθε χρόνο παγκοσμίως» δήλωσε ο καθηγητής Μάικλ Κόουλμαν της Σχολής Υγιεινής του Λονδίνου.Για τους περισσότερους καρκίνους, κατά τα τελευταία 15 έτη, η επιβίωση είναι μεγαλύτερη σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Φινλανδία, η Νορβηγία και η Σουηδία. Για παράδειγμα, αν ο καρκίνος του μαστού διαγνωσθεί στις ΗΠΑ, η πενταετής επιβίωση φθάνει το 90% των ασθενών και στην Ευρώπη είναι τουλάχιστον 85%, έναντι 66% στην Ινδία.
Σε λίγους όμως καρκίνους η πρόοδος είναι ακόμη ελάχιστη, όπως του παγκρέατος, στον οποίο η πενταετής επιβίωση δεν ξεπερνά το 15% των ασθενών ακόμη και στις πιο ανεπτυγμένες χώρες.Όλα τα στοιχεία της πολύ ενδιαφέρουσας έρευνας δημοσιεύθηκαν στο ιατρικό περιοδικό «The Lancet».