H απάντηση κρύβεται στο δίδυμο αλάτι-λιπαρά.Μελέτες έχουν δείξει ότι η κατανάλωση αλατιού ενεργοποιεί την απελευθέρωση ντοπαμίνης, μιας χημικής ουσίας που ελέγχει το κέντρο ευχαρίστησης του εγκεφάλου σας. Όταν ο εγκέφαλός σας παίρνει την πρώτη δόση επιβράβευσης, αρχίζει να ζητάει περισσότερη.
Σε μια αυστραλιανή μελέτη, 48 ενήλικες μπορούσαν να φάνε όσο ήθελαν κατά τη διάρκεια τεσσάρων διαφορετικών γευμάτων. Τα πιάτα ζυμαρικών φαίνονταν ουσιαστικά ίδια, εκτός από μια λεπτομέρεια: την περιεκτικότητα σε λιπαρά και αλάτι. Η σάλτσα ήταν είτε χαμηλή σε λιπαρά/χαμηλή σε αλάτι, χαμηλή σε λιπαρά/ υψηλή σε αλάτι, υψηλή σε λιπαρά/ χαμηλή σε αλάτι ή υψηλή σε λιπαρά/υψηλή σε αλάτι. Οι συμμετέχοντες δοκίμασαν το καθένα από μία φορά για τέσσερις εβδομάδες.
Ανεξάρτητα από το πόσο λίπος ήταν στο φαγητό, οι εθελοντές έτρωγαν 11% περισσότερες θερμίδες και φαγητό όταν η σάλτσα ήταν έξτρα αλμυρή. Με μια σάλτσα με πολλά λιπαρά οι συμμετέχοντες έτρωγαν 60% περισσότερες θερμίδες, αλλά όχι απαραίτητα επιπλέον φαγητό.
Πώς τα λιπαρά και το αλάτι δρουν μεταξύ τους;
Φυσιολογικά, τα λιπαρά βοηθούν ένα γεύμα να γίνεται πιο ικανοποιητικό κι έτσι τα άτομα να μην θέλουν να συνεχίζουν να τρώνε. «Όταν το φαγητό είναι φτωχό σε αλάτι, είναι εύκολο να ασκήσεις τον αυτοέλεγχο και να μην φας υπερβολικά, αλλά όταν σε αυτό το φαγητό προσθέσουμε αλάτι, όλος αυτός ο αυτοέλεγχος εξαφανίζεται», λένε οι επιστήμονες.
Οπότε πατατάκια με λιπαρά χωρίς επιπλέον αλάτι θα μπορούσε να είναι η λύση. Όταν προστίθεται το αλάτι, ο εγκέφαλός σας θέλει όσο περισσότερο νάτριο και επομένως ντοπαμίνη.