Η λέξη «έργον» συντιθέμενη με ένα συνθετικό αποδίδει ιδιότητα δημιουργώντας την κατάληξη «-ουργός». Και εδώ έρχεται το μεγαλείο τής Ελληνικής, η οποία προστάζει: Εάν το έργο είναι για το καλό των ανθρώπων, τότε η λέξη τονίζεται στην λήγουσα, και παίρνει οξεία, όπως "μελισσουργός", "σιδηρουργός", "χειρουργός", "μουσουργός", "ιερουργός", κ.λπ.
Όταν όμως το έργο ήταν προς βλάβη τού ανθρώπου, τότε σιγά σιγά ο τόνος μετεφέρθη από την λήγουσα στην παραλήγουσα, και από οξεία έγινε περισπωμένη. Π.χ. "κακούργος", "πανούργος", "ραδιούργος" [ραδιούργον μηχανάς κατασκευάζοντα (Σχολιαστής Σοφοκλέους)]. Γι' αυτό τον λόγο π.χ. δεν πρέπει να αποκαλούμε ανεξέλεγκτα έναν γιατρό «χειρούργο» αλλά «χειρουργό»! Διότι «χειρουργός» είναι ο καλός γιατρός, ο οποίος κάνει το καλό έργο, την καλή εγχείρηση επ' ωφελεία τού ασθενούς, ενώ «χειρούργος» είναι ο γιατρός που δεν προσέχει πάντοτε, αυτός που σε κάποιες περιπτώσεις ο θυμόσοφος λαός μας αποκαλεί «χασάπη»!