Πώς μπορούμε, λοιπόν, να προστατευθούμε;
Η οστεοπόρωση (ΟΠ) αποτελεί ένα σύγχρονο επιδημιολογικό και κοινωνικό πρόβλημα, αφού τα κατάγματα που προκαλεί οδηγούν σε αυξημένη νοσηρότητα, θνητότητα και σε σημαντικό οικονομικό κόστος. Αποκαλείται σιωπηλή νόσος, γιατί τις περισσότερες φορές διαγιγνώσκεται όταν πλέον είναι προχωρημένη και ο ασθενής έχει ήδη υποστεί τουλάχιστον ένα κάταγμα, αφού δεν προηγείται κάποιο σύμπτωμα.
Με τον όρο οστεοπόρωση ονομάζουμε τη μείωση της οστικής πυκνότητας που, σε συνδυασμό με τη διαταραχή της μικροαρχιτεκτονικής των οστών, αυξάνει την ευθραυστότητά τους και μπορεί να καταλήξει σε κάταγμα. Η οστεοπόρωση δεν θεωρείται πλέον γυναικεία νόσος, αφού μία στις δύο γυναίκες, αλλά και ένας στους πέντε άντρες άνω των 50 ετών παρουσιάζουν οστεοπορωτικά προβλήματα. Ο κίνδυνος να εμφανιστεί οστεοπόρωση είναι μεγαλύτερος σε γυναίκες άνω των 65 ετών και σε άνδρες άνω των 70 ετών, αλλά και σε νεότερα άτομα άνω των 50 ετών, καθώς και σε γυναίκες αμέσως μετά την εμμηνόπαυση.
Ποιες οι αιτίες;
Οι παράγοντες που έχουν ενοχοποιηθεί είναι η κληρονομικότητα, το χαμηλό σωματικό βάρος, η μακροχρόνια κατάκλιση, η ύπαρξη προηγούμενου κατάγματος, η κατάχρηση αλκοόλ, το κάπνισμα και η λήψη συγκεκριμένων φαρμάκων για μεγάλο διάστημα. Τέτοια φάρμακα είναι η κορτιζόνη, τα αντικαταθλιπτικά, τα αντιπηκτικά, τα ανοσοκατασταλτικά, τα χημειοθεραπευτικά, τα αντιεπιληπτικά και φάρμακα για την υπερτροφία του προστάτη. Επίσης μερικά συνυπάρχοντα νοσήματα όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η αγκυλοποιητική σπονδυλαρθρίτιδα, ο σακχαρώδης διαβήτης, νοσήματα του θυρεοειδούς (υπερθυρεοειδισμός, υποθυρεοειδισμός) υπερπαραθυρεοειδισμός, τα φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου, τα σύνδρομα δυσαπορρόφησης, τα νοσήματα του ήπατος και των νεφρών και αιματολογικές κακοήθειες (λεμφώματα, λευχαιμίες, πολλαπλούν μυέλωμα) μπορεί να οδηγήσουν σε οστεοπόρωση.
Ποιος ο ρόλος του ιατρού;
- Να λάβει ένα πλήρες ιστορικό και, με βάση αυτό και με απλές μετρήσεις, να εκτιμήσει τον κίνδυνο ύπαρξης οστεοπόρωσης.
- Επί αυξημένου κινδύνου ή κατά προτίμηση του ασθενούς, να προβεί σε απλές εξετάσεις (βιοχημικές και ορμονικές) αίματος και ούρων, καθώς και στη μέτρηση της οστικής πυκνότητας τόσο στη περιοχή της σπονδυλικής στήλης όσο και στο ισχίο. Η εξέταση είναι γρήγορη, με μικρό κόστος και μικρή ποσότητα ακτινοβολίας. Απεικονιστικός έλεγχος με ακτινογραφίες θα χρειαστεί μόνο αν υπάρχει πόνος, για διερεύνηση πιθανού κατάγματος.
- Βάσει των αποτελεσμάτων, να αποφασίσει κατά πόσο χρειάζεται θεραπεία και να επιλέξει το πιο σωστό είδος αυτής για το συγκεκριμένο ασθενή.
- Να παρακολουθεί σε τακτά διαστήματα την αποτελεσματικότητα της αγωγής.
Ποια η αντιμετώπιση;
Η ιατρική παρέμβαση στο πρόβλημα της οστεοπόρωσης είναι διπλή. Γίνεται απo τη μια μεριά με την πρόληψη και απο την άλλη με τη φαρμακευτική αγωγή. Στόχος να μειωθεί ο κίνδυνος κατάγματος, αλλά και να ανακουφιστεί ο ασθενής όταν έχει ήδη υποστεί κάταγμα.
Η πρόληψη είναι πολυεπίπεδη και ανάλογη της ηλικιακής ομάδας όπου απευθύνεται. Ξεκινάει από την παιδική ηλικία, με τη σωστή διατροφή, την άσκηση και την αποφυγή επιβαρυντικών παραγόντων. Συνεχίζεται στην ενηλικίωση με την πρόσληψη συμπληρωμάτων ασβεστίου και βιταμίνης D και με την αλλαγή του τρόπου ζωής και των συνηθειών, μέχρι και τη γεροντική ηλικία. Ιδιαίτερα στις μεγάλες ηλικίες λαμβάνουμε υπόψη όλα τα παραπάνω και, με αλλαγές που υποδεικνύουμε στον τρόπο ζωής, βάδισης και φαρμακευτικής αγωγής μειώνουμε τον κίνδυνο πτώσεων, που μπορεί σε αυτές τις ηλικίες να οδηγήσουν σε κατάγματα.
Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται είναι διαφόρων κατηγοριών και έχουν διαφορετικό τρόπο δράσης, είτε εμποδίζοντας την περαιτέρω οστική απώλεια είτε αυξάνοντας την οστική πυκνότητα. Λαμβάνονται είτε από το στόμα είτε σε ενέσιμη μορφή, υποδόρια ή ενδοφλέβια. Η επιλογή εξατομικεύεται ανάλογα με τον ασθενή.
Συνοψίζοντας, η οστεοπόρωση αποτελεί πλέον συχνή νόσο τόσο για άνδρες όσο και για γυναίκες. Υπάρχουν μέσα εντοπισμού των ατόμων υψηλού κινδύνου. Υπάρχουν κριτήρια διάγνωσης, καθώς και τρόποι πρόληψης και αντιμετώπισής της. Ας είμαστε, λοιπόν, ευαισθητοποιημένοι.
Αγγελική Κοτσαλίδου, Επιμελήτρια
Γεώργιος Κήτας, Διευθυντής Τμήμα Ρευματολογίας ΥΓΕΙΑ