Τα δεδομένα αφορούν το γυναικείο φύλο καθώς για τους σκοπούς της μελέτης χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από γυναίκες ηλικίας 18-32 ετών, οι οποίες ακολούθησαν ένα κυκλικό πρόγραμμα γυμναστικής για 3 φορές την εβδομάδα και συνολικό διάστημα 4 εβδομάδων. Επιπλέον, μια δεύτερη ομάδα γυναικών από την ίδια ηλικιακή ομάδα, παρακολούθησαν τις ίδιες προπονήσεις για διάστημα 8 εβδομάδων.
Πριν από κάθε κύκλο, έγιναν μετρήσεις σωματικού βάρους, μυϊκής και λιπώδους μάζας σώματος, καθώς και αιματολογικές εξετάσεις μέσω των οποίων προσδιορίστηκαν τα επίπεδα ινσουλίνης, λεπτίνης, γκρελίνης και πεπτιδίου ΥΥ, ορμονών που συνδέονται με την όρεξη. Παράλληλα, οι εθελόντριες δε γνώριζαν πως η μελέτη θα εξέταζε την επίδραση της άσκησης στο σωματικό βάρος, για να μην επηρεαστεί η συμπεριφορά τους στη διατροφή.
Μετά από 4 και αντίστοιχα 8 εβδομάδες προπονήσεων δεν παρατηρήθηκαν μεταβολές στο σωματικό βάρος, ανεξάρτητα από το αν οι γυναίκες ήταν αρχικά φυσιολογικού βάρους, υπέρβαρες ή παχύσαρκες. Αξίζει να σημειωθεί πως μεταξύ των εθελοντριών που ήδη είχαν φυσιολογικό σωματικό βάρος, παρατηρήθηκε αύξηση της μυϊκής μάζας. Επίσης η άσκηση φάνηκε να συνδέεται με ορμονικές αλλαγές που αυξάνουν την όρεξη, στις υπέρβαρες και παχύσαρκες γυναίκες, γεγονός που πιθανόν να εξηγεί για ποιο λόγο η άσκηση μεμονωμένα δεν οδηγεί σε απώλεια βάρους.
Οι ειδικοί καταλήγουν και σε αυτήν την περίπτωση σε αυτό που ήδη γνωρίζουμε, δηλ. πως η απώλεια βάρους επιτυγχάνεται με άσκηση και αλλαγή στο διαιτολόγιο. Επίσης είναι βασικό να γίνεται αξιολόγηση των επιπέδων μυϊκής και λιπώδους μάζας ξεχωριστά, καθώς εάν επικεντρωνόμαστε αποκλειστικά στο σωματικό βάρος, μπορεί να παραβλέψουμε τη βελτίωση της σύστασης σώματος που μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την άσκηση.