Μια νέα αυστριακή μελέτη αξιολογεί τέσσερις τους πιο σημαντικούς παράγοντες που φέρνουν μοναξιά στους ηλικιωμένους: την κακή υγεία τους (43,3%), την έλλειψη κοινωνικής υποστήριξης και την απομόνωσή τους (27%), ορισμένα νευρωτικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους που ευνοούν τη μοναξιά (10,4%), καθώς επίσης τις αρνητικές συνθήκες και προσωπικές εμπειρίες κατά την παιδική ηλικία (7,5%).
Είναι γνωστό από προηγούμενες έρευνες ότι η μοναξιά σχετίζεται σαφώς με αυξημένο κίνδυνο για επιδείνωση της σωματικής και ψυχικής υγείας, μεγαλύτερη ανάγκη για ιατρική-νοσοκομειακή φροντίδα και μειωμένο προσδόκιμο ζωής. Η νέα έρευνα, με επικεφαλής τη Σόφι Γκουθμούλερ του Οικονομικού Πανεπιστημίου της Βιέννης, η οποία δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «PLoS One», ανέλυσε στοιχεία, που προήλθαν από την μεγάλη διεθνή Έρευνα για την Υγεία, τη Γήρανση και τη Συνταξιοδότηση στην Ευρώπη (SHARE), που αφορά άτομα άνω των 50 ετών.
Η μελέτη συμπέρανε ότι παράγοντες όπως η ύπαρξη λίγων φίλων στην παιδική ηλικία, η ανυπαρξία αδελφών, οι κακές σχέσεις με τους γονείς, η ανατροφή σε φτωχό νοικοκυριό κ.α. αυξάνουν την πιθανότητα μοναξιάς, όταν κανείς μεγαλώσει. Η πιθανότητα μοναξιάς μετά τα 50 είναι 1,24 φορές μεγαλύτερη για όσους είχαν ελάχιστους ή καθόλου καλούς φίλους στην παιδική ηλικία, 1,34 φορές μεγαλύτερη για όσους είχαν κακή σχέση με τη μητέρα τους ως παιδιά και 1,21 φορές μεγαλύτερη για όσους μεγάλωσαν σε οικογένεια που είχε οικονομικές δυσκολίες.
Επίσης η μοναξιά είναι 1,20 φορές πιθανότερη σε όσους έχουν χαρακτηριστικά νευρωτικής προσωπικότητας και λιγότερο πιθανή σε όσους έχουν σε μεγάλο βαθμό άλλα χαρακτηριστικά (ευσυνειδησία, εξωστρέφεια, φιλικότητα, διάθεση για νέες εμπειρίες). Τα ευρήματα, σύμφωνα με τους ερευνητές, επιβεβαιώνουν τη σημασία των κοινωνικών δικτύων και της υποστήριξης από άλλους κατά την τρίτη ηλικία, καθώς επίσης της προσωπικότητας και του τρόπου που έχει διαμορφωθεί κατά την παιδική ηλικία.