Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρ Γκέοργκ Σετ του Πανεπιστημίου Φρίντριχ Αλεξάντερ Ερλάνγκεν-Νυρεμβέργης, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «Nature Medicine», θεράπευσαν τέσσερις γυναίκες και έναν άνδρα με μέση ηλικία 22 ετών, οι οποίοι έπασχαν από λύκο ανθεκτικό στα φάρμακα.
Ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος είναι ένα αυτοάνοσο ρευματικό νόσημα από το οποίο πάσχει περίπου ένας στους χίλιους ανθρώπους (0,1%) παγκοσμίως, ιδίως νεαρές γυναίκες. Τα αυτοαντισώματα που παράγονται λόγω της νόσου (κύτταρα του αμυντικού μηχανισμού τα οποία όμως στρέφονται κατά των υγιών κυττάρων), πλήττουν τις αρθρώσεις και το δέρμα, προκαλώντας επίσης πιθανώς σοβαρές ζημιές σε όργανα όπως τα νεφρά, τον εγκέφαλο και την καρδιά.
Στους περισσότερους ασθενείς μέχρι σήμερα γίνεται χορήγηση γλυκοκορτικοειδών και θεραπειών που στοχεύουν στα κύτταρα Τ ή στα κύτταρα Β που παράγουν αντισώματα. Όμως συχνά οι εν λόγω θεραπείες είναι αναποτελεσματικές, ενώ δεν έχει ανακαλυφθεί καμία θεραπεία που να επιτυγχάνει πλήρη ίαση.
Η νέα θεραπεία έκανε χρήση τροποποιημένων στο εργαστήριο κυττάρων CAR (Chimeric Antigen Receptor) T, τα οποία έχουν σχεδιαστεί να αφαιρούν τα κύτταρα Β, στοχεύοντας την πρωτεΐνη CD19 στην επιφάνειά τους. Η μελέτη έδειξε ότι, τρεις έως 17 μήνες μετά τη θεραπεία αυτή, όλοι οι ασθενείς εμφάνισαν βελτίωση συμπτωμάτων σε βαθμό ύφεσης, με εξαφάνιση των αυτοκαταστροφικών αυτοαντισωμάτων τους, με αποτέλεσμα να μην χρειάζονται πλέον άλλη συμβατική θεραπεία.
Οι παρενέργειες της θεραπείας CAR T ήσαν γενικά ήπιες (π.χ. πυρετός), ενώ δεν υπήρξαν λοιμώξεις στους ασθενείς. Πάντως, μολονότι τα ευρήματα αυτά είναι πολύ ενθαρρυντικά και δείχνουν τη δυνατότητα για μια νέα αποτελεσματική θεραπευτική επιλογή, θα πρέπει να ακολουθήσουν μεγαλύτερες κλινικές μελέτες, ώστε να επιβεβαιώσουν την ασφάλεια και αποτελεσματικότητα της θεραπείας στους ασθενείς με ερυθηματώδη λύκο.